Translate

Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

ΠΑΤΑΡΙ ΛΟΓΟΤΕΧΝΩΝ

Στείλετε στο leonidasorf@gmail.com ένα κομμάτι από κάθε νέα έκδοση σας και θα το αναρτώ .

Τρίτη 12 Απριλίου 2016

Γιάννης Περγιαλίτης (1866-1945) Ένας αλησμόνητος ποιητής



Του Παύλου Παρασκευαΐδη

Έκδοση Πολιτιστικού Συλλόγου Σπετσών 2015, σελ. 320

Δεν είναι μονάχα έργο πολιτισμού, αλλά είναι πρωτίστως αγώνισμα εθνικής παλιγγενεσίας το κατόρθωμα του φιλολόγου Παύλου Παρα-σκευαΐδη: να στήσει έναν λαμπερό ανδριάντα στο τέμενος της εθνικής μνήμης και του συλλογικού ασυνειδήτου του λαού μας. Ο Παύλος Πα-ρασκευαΐδης συγκέντρωσε με συγκινητικό ζήλο όλα τα άνθη ευλαβείας, που πρόσφερε προς το έθνος και την κοινωνία του ο Σπετσιώτης δημοδιδάσκαλος Ιωάννης Γιαννούκος και συνάμα ποιητής με το γνω-στό λογοτεχνικό ψευδώνυμο «Γιάννης Περγιαλίτης», καθώς και όλες τις μελίσπονδες χοές, που τού πρόσφεραν κατά καιρούς με την ευ-γνωμοσύνη τους πολλοί σπουδαίοι πνευματικοί παράγοντες του τό-που.

Ο τόμος περιέχει περίπου 560 κείμενα του Γιάννη Περγιαλίτη. Απ’ αυτά στις πρώτες εκατό σελίδες του τόμου περιέχονται ως ποιητικές συλλογές: «Τα πρώτα μου ποιήματα», «Τα τραγούδια της ακρογιαλιάς», «Θαλασσινές νότες του μεγάλου μας Πάλλη», «Τρελά τραγούδια», «Νυχτολούλουδα», «Επιγράμματα της ζωής και του ονείρου». Οι ακόλουθες 120 (112-208) σελίδες αναγράφουν έμμετρες διασκευές των παιδαγωγικών μύθων του Αισώπου, του Κρυλώφ και άλλων ξένων μυθογράφων, καθώς και πρωτότυπους μύθους, άλλα ποιήματα (209-264), λίγα λόγια για το μεταφραστικό έργο του (265-270) και κάποια θαλασσινά διηγήματα (271-300).

Αλλά δεν είναι λίγα τα ποιήματα του Γιάννη Περγιαλίτη, που διδάσκονταν και αποστηθίζονταν από τους μικρούς μαθητές στο Δημοτικό και στις πρώτες τάξεις του Γυμνασίου. Ίσως να θυμούνται κάποιοι παπούδες και γιαγιάδες τα όμορφα ποιηματάκια για τη «Βαρκούλα», για το «Λελέκι και πουλάκι», την ιστορία για τον «Κούτσαβλο» κ.ά. Αλλά και οι νοσταλγοί της έμμετρης ποίησης βρίσκουν ακόμα σήμερα ποιήματα του Γιάννη Περγιαλίτη στις σπουδαιότερες ποιητικές συλλογές. Φαίνεται πως ο δάσκαλος-ποιητής γράφοντας το κάθε κείμενό του ένιωθε σαν να το απαγγέλλουν στην αίθουσα διδασκαλίας ή στις σχολικές γιορτές οι μικροί του μαθητές, για να το ακούσουν και να μάθουν όλα τα Ελληνόπουλα.

Από όλα αυτά τα αξιόλογα κείμενα του Γιάννη Περγιαλίτη εκείνα, που καθηλώνουν ιδιαιτέρως την προσοχή του αναγνώστη, είναι τα μετα-ποιήματα των μύθων.

Το πόσο δίκιο έχουν όσοι ισχυρίζονται ότι η ποίηση δεν μεταφράζεται, γιατί στο βάθος της είναι ρυθμός και μουσική, αυτό φαίνεται και στις μετα-ποιήσεις των μύθων, που κατόρθωσε ο Γιάννης Περγιαλίτης. Ιδού ένα παράδειγμα.

Πρώτα το αρχαίο κείμενο:

«Μεθύων λύχνος ἐλαίῳ καὶ φέγγων ἐκαυχᾶτο ὡς ὑπὲρ ἥλιον πλέον λάμπει. Ἀνέμου δὲ πνοῆς συρισάσης, εὐθὺς ἐσβέσθη. Ἐκ δευτέρου δὲ ἅπτων τις εἶπεν αὐτῷ: Φαῖνε, λύχνε, καὶ σίγα˙ τῶν ἀστέρων τὸ φέγγος οὔποτε ἐκλείπει.

Ὅτι οὐ δεῖ τινα ἐν ταῖς δόξαις καὶ τοῖς λαμπροῖς τοῦ βίου τυφοῦσθαι ὅσα γὰρ ἂν κτήσηταί τις, ξένα τυγχάνει.»

Και τώρα η «μετα-ποίηση» του Περγιαλίτη:

«Ο λύχνος στο λαδάκι του μια νύχτα είχε μεθύσει

κι έλεε αναμμένος: ‘Λάμπω εγώ σ’ ανατολή και δύση’.

Και τ’ άστρα τ’ αργυρόφωτα κοιτάζοντας γελάει

κι έτσι τους λέει περήφανα: ‘Ποιο σαν εμέ φωτάει;

ολόρθο εδώ αν μ’ αφήσουνε, να φέγγω ως την αυγή,

θα ιδούν τον Ήλιο ... ανώφελο στα ουράνια και στη γη!’

Το λόγο δεν απόσωσε, σιγό αεράκι πιάνει,

κι ο λύχνος ο λαμπρόφωτος τις λάμψες του όλες χάνει,

δυο στεναγμούς αφήνει

και ... σαν το λύχνο σβύνει» (117).

Ο Παύλος Παρασκευαΐδης στον πρόλογό του (11) σημειώνει: «Μεταφράσεις κλασσικών έργων αρχαίων Ελλήνων ή ξένων συγγραφέων και αρκετοί παιδαγωγικοί του μύθοι δεν συμπεριλαμβάνονται στην παρούσα έκδοση, γιατί θέλησα να αποφύγω τη δημιουργία ενός υπερβολικά ογκώδους και δύσχρηστου για τους αναγνώστες βιβλίου». Και παρακάτω: «Φρόντισα να μη συμπεριλάβω (...) κάποια από τα ποιήματά του, που παρουσίαζαν νοηματική ασάφεια, και όσα δεν κατάφερε ο ποιητής να ολοκληρώσει ή ο χρόνος να διατηρήσει ακέραια. Καλό είναι όμως να εκδοθούν και τα υπόλοιπα έργα του ποιητή σε ένα τομίδιο, που θα είναι συμπλήρωμα αυτού του βιβλίου, για να διασωθεί όλο το έργο του άξιου παιδαγωγού-τραγουδιστή της πατρίδας μας».

Από τη γνωριμία του αναγνώστη με όλο αυτό το τόσο αρμονικά διαρ-θρωμένο από τον Π. Παρασκευαΐδη δημιουργικό έργο του Γιάννη Περγιαλίτη προκύπτει η κοινή αλήθεια ότι: οι άνθρωποι, που αγαπούν την πατρίδα τους, τη στενότερη και την ευρύτερη, πατρίδα σαν τη δική μας, τυραννιούνται κατάβαθα από μια αμφίστομη αιχμή: της υπερηφάνειας και της οδύνης. Υπερηφάνειας για την καταγλαϊσμένη χώρα τους και οδύνης για τον αναξιοπαθή λαό της. Και ένας ποιητής, και μάλιστα παιδαγωγός, ριζωμένος βαθιά στο γενέθλιο τόπο του και παραμένοντας πάντα παιδί του, ακούει τη βαθυστένακτη φωνή του τόπου του και μεταπλάθοντάς την σε ιδέες μυρωμένες από τη θαλασσινή άλμη προσφέρει σ’ αυτές ως αντίχαρη χάρη το τραγούδι του: «... κ’ εγώ από του Νησιού μου /τις δάφνες παίρνω ανέγγιχτα τα πιο όμορφα λουλούδια /και με της σμιλεμένης μου κιθάρας τα τραγούδια /σας τα προσφέρω αμάραντα, σαν τη εθύμησή μου». Ένας τέτοιος αξιολάτρευτος ποιητής-παιδαγωγός τις ιδέες του για τα άχραντα μυστήρια της χαράς και του πόνου τις μοιράζεται με τους συντοπίτες του και ανεβάζει με την κλίμακα των μουσικών αλγηδόνων της ψυχής του τους λυρικούς του τόνους όσο μπορεί ψηλότερα στον ουρανό της πατρίδας του. Ο πόνος για μια πονεμένη πατρίδα κατά το Βαλαωρίτη «δεν είναι νεκροθάλασσα, βοή χωρίς σεισμό, νιώθω για σε, πατρίδα μου, στα σπλάχνα χαλασμό».

Το έργο του Παύλου Παρασκευαΐδη «Γιάννης Περγιαλίτης» - τούτο με όλες τις αξιομίμητες αρετές του-- έρχεται να προστεθεί στην πολύτομη «Ελληνική Βιβλιοθήκη» του λογοτέχνη Γιώργου Βαλέτα (1907-1989), επίσης Μυτιληνιού (γιατί Μυτιληνιοί είναι τόσο ο Παύλος Πα-ρασκευαΐδης όσο και ο πρόεδρος «Πολιτιστικού Συλλόγου Σπετσών» καθηγητής Γιώργος Μυτιληναίος). Αλλά βέβαια τούτο το έργο ξεπρο-βοδίζεται στο καλό του ταξίδι με τη βαρύτιμη αξιοπρέπεια και σεμνό-τητά του. Γιατί αποτελεί υπόδειγμα εργώδους και τίμιου άθλου.


Δημοσθένης Γ. Γεωργοβασίλης

Παρασκευή 8 Απριλίου 2016

Η Στέρνα (ποίημα του Γιώργου Σεφέρη)

Η Στέρνα  (ποίημα του Γιώργου Σεφέρη)

{« Στον Γιώργο Αποστολίδη

Βρέθηκα στην ανάγκη να βάλω το νοσοκομείο του Δον Χουάν Ταβέρα με τη μορφή μοντέλου, γιατί όχι μόνο ερχότανε να σκεπάσει την πύλη του Βισάγκρα, αλλά και ο θόλος του ανέβαινε με τρόπο που ξεπερνούσε την πόλη· κι έτσι μια που το 'βαλα σα μοντέλο και το μετακίνησα από τον τόπο του, μου φαίνεται προτιμότερο να δείξω την πρόσοψή του παρά τις άλλες του μεριές. Όσο για τη θέση του μέσα στην πόλη, φαίνεται στο χάρτη.
ΔΟΜΗΝΙΚΟΣ ΘΕΟΤΟΚΟΠΟΥΛΟΣ»}
...............................................


Εδώ, στο χώμα ρίζωσε μια στέρνα
μονιά κρυφού νερού που θησαυρίζει.
Σκεπή της βήματα ηχερά. Τ' αστέρια
δε σμίγουν την καρδιά της. Κάθε μέρα
πληθαίνει, ανοιγοκλεί, δεν την αγγίζει.

Ανοίγει ο πάνω κόσμος σα ριπίδι
και παίζει με το φύσημα του ανέμου,
μ' ένα ρυθμό που ξεψυχάει στο δείλι
φτεροκοπάει ανέλπιδα και σφύζει
στο σφύριγμα του πόνου του γραμμένου.

Στο πύργωμα του θόλου ανέλεης νύχτας
πατούνε οι έννοιες κι οι χαρές διαβαίνουν,
με το γοργό κροτάλισμα της μοίρας
πρόσωπα ανάβουν λάμπουν μια στιγμή
και σβήνουνται σ' ένα σκοτάδι εβένου.

Μορφές που φεύγουν! Ορμαθοί τα μάτια
κυλούν βαλμένα σ' ένα αυλάκι πίκρα
και της μεγάλης μέρας τα σημάδια
τις παίρνουν και τις φέρνουν πιο σιμά
στη μαύρη γης που δε γυρεύει λύτρα.
Στο χώμα γέρνει το κορμί του ανθρώπου

για ν' απομείνει η διψασμένη αγάπη·
μαρμαρωμένο στ' άγγιγμα του χρόνου
το άγαλμα πέφτει γυμνό στον αδρό
κόρφο που το γλυκαίνει αγάλι-αγάλι.

Δάκρυα γυρεύει η δίψα της αγάπης
τα τριαντάφυλλα σκύβουν - η ψυχή μας -
στα φύλλα ακούγεται ο παλμός της πλάσης
το απόβραδο σιμώνει σα διαβάτης
ύστερα η νύχτα κι ύστερα το μνήμα ...

Μα εδώ στο χώμα ρίζωσε μια στέρνα
κρυφή μονιά, ζεστή, που θησαυρίζει
κάθε κορμιού το βόγκο στον αγέρα
τη μάχη με τη νύχτα με τη μέρα,
πληθαίνει ο κόσμος, πάει, δεν την αγγίζει.

Περνούνε οι ώρες, ήλιοι και φεγγάρια,
μα το νερό έχει δέσει σαν καθρέφτης·
η απαντοχή με τα ορθάνοιχτα μάτια
όταν βυθίσουν όλα τα πανιά
στην άκρη του πελάγου που τη θρέφει.

Μόνη, και στην καρδιά της τόσο πλήθος
μόνη, και στην καρδιά της τόσος μόχθος
και τόσος πόνος, στάλα-στάλα μόνος
τα δίχτυα ρίχνοντας μακριά στον κόσμο
που ζει μ' ένα κυμάτισμα πικρό.
Σαν άνοιξε το κύμα απ' την αγκάλη

να 'τανε στην αγκάλη να τελειώσει
να 'τανε την αγάπη στ' ακρογιάλι
πριν σπάσει τη γραμμή του να μας δώσει
το κύμα ως έμεινε στην άμμο αφρός.

Μια ζεστασιά απλωμένη σαν προβιά,
ήμερη σαν το κοιμισμένο αγρίμι
που ξέφυγε ήσυχο το καρδιοχτύπι
και χτύπησε στον ύπνο να ζητήσει
το περιβόλι όπου σταλάζει ασήμι.

Κι ένα κορμί κρυφό, βαθιά κραυγή
βγαλμένη από το σπήλαιο του θανάτου,
σαν το νερό ζωηρό μέσα στ' αυλάκι
σαν το νερό που λάμπει στο χορτάρι
μονάχο και μιλεί στις μαύρες ρίζες ...

Ω! πιο κοντά στη ρίζα της ζωής μας
από τη σκέψη μας κι από την έννοια!
Ω πιο κοντά από το σκληρό αδερφό μας
που μας κοιτάει με βλέφαρα κλεισμένα
κι από τη λόγχη ακόμα στο πλευρό μας!

Ω! ν' απαλύνει ξάφνω στην αφή μας
το δέρμα της σιωπής που μας στενεύει,
να λησμονήσουμε, θεοί, το κρίμα
που όλο πληθαίνει κι όλο μας βαραίνει,
να βγούμε από τη γνώση κι απ' την πείνα!
Μαζεύοντας τον πόνο της πληγής μας

να βγούμε από τον πόνο της πληγής μας,
μαζεύοντας την πίκρα του κορμιού μας
να βγούμε από την πίκρα του κορμιού μας,
ρόδα ν' ανθίσουν στο αίμα της πληγής μας.

Όλα να γίνουνε ξανά σαν πρώτα
στα δάχτυλα στα μάτια και στα χείλια,
ν' αφήσουμε τη γερασμένη αρρώστια
πουκάμισο που αφήσανε τα φίδια
κίτρινο μες στα πράσινα τριφύλλια.

Μεγάλη αγάπη κι άχραντη, γαλήνη!
Μέσα στη ζωντανή θέρμη ένα βράδυ
λύγισες ταπεινά, γυμνή καμπύλη,
λευκή φτερούγα πάνω απ' το κοπάδι
σαν απαλή στον κρόταφο παλάμη.

Το πέλαγο που σ' έφερε σε πήρε
πέρα στις λεμονιές τις ανθισμένες
τώρα που γλυκοξύπνησαν οι μοίρες
χίλιες μορφές με τρεις απλές ρυτίδες
στον επιτάφιο συνοδεία βαλμένες.

Σέρνουνε μοιρολόγια οι μυροφόρες
ν' ακολουθήσει η ελπίδα των ανθρώπων
στα μάτια σφηνωμένη με τις φλόγες
φωτίζοντας το χώμα το τυφλό
που ιδρώνει από της άνοιξης τον κόπο.
Φλόγες του πέρα κόσμου, πυροφάνια

πάνω στην άνοιξη που σήμερα αναβλύζει,
ίσκιοι θλιμμένοι στα νεκρά στεφάνια
βήματα ... βήματα ... η αργή καμπάνα
μια σκοτεινή αλυσίδα ξετυλίγει -

"Πεθαίνουμε! Πεθαίνουν οι θεοί μας!.."
Τα μάρμαρα το ξέρουν που κοιτάζουν
σαν άσπρη χαραυγή πάνω στο θύμα
ξένα, γεμάτα βλέφαρα, συντρίμμια,
καθώς περνούν τα πλήθη του θανάτου.

.................................
.................................
.................................
.................................
.................................

Περάσανε μακριά, με τον καημό τους
ζεστό κοντά στα χαμηλά αγιοκέρια
που γράφανε στο σκυφτό μέτωπό τους
τη ζωή πασίχαρη στα μεσημέρια
όταν σβηστούν τα μάγια και τ' αστέρια.

Μα η νύχτα δεν πιστεύει στην αυγή
κι η αγάπη ζει το θάνατο να υφαίνει
έτσι, σαν την ελεύθερη ψυχή,
μια στέρνα που διδάσκει τη σιγή
μέσα στην πολιτεία τη φλογισμένη.

Πηγή :  www.greek-langage.gr

πύλη για την Ελληνική γλώσσα