Translate

Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

ΠΑΤΑΡΙ ΛΟΓΟΤΕΧΝΩΝ

Στείλετε στο leonidasorf@gmail.com ένα κομμάτι από κάθε νέα έκδοση σας και θα το αναρτώ .

Τετάρτη 14 Ιανουαρίου 2015

ΕΙΚΟΝΕΣ ΚΑΙ ΦΩΝΕΣ Ποίηση ΑΥΓΕΡΙΝΟΣ ΜΑΥΡΙΩΤΗΣ


 Ο πίνακας του εξωφύλλου είναι δημιουργία
του Αυγερινού Μαυριώτη



                                                    ΕΙΚΟΝΕΣ ΚΑΙ ΦΩΝΕΣ

ΕΙΝΑΙ ΚΑΙΡΟΣ
Είναι καιρός,
Καιρός ν’ αλλάξεις δρόμο.
Τόσο που πέρασες
Όλα σου έγιναν συνήθεια.
Είναι καιρός,
Καιρός που δεν ακούς
Το λυγερό κελάηδημα
Του κερομύτη κότσυφα
Στου πεύκου τα σκιερά κλαριά.
Ούτε του κήπου τ’ άσπρα
Τριαντάφυλλα που γέρνουν
Έξω από το φράχτη σε μεθούν
Με το άρωμά τους.
Είναι καιρός,
Να πάρεις άλλο δρόμο
Εικόνες και φωνές
Δεν σε ακολουθούνε τώρα.
Τόσο πολύ που πέρασες
Όλα σου έγιναν συνήθεια.

Ε! ΛΟΙΠΟΝ
Ε! λοιπόν, μην περιμένεις από μένα
Να φτιάξω τον κόσμο.
Έτσι που τον ρημάξαμε είναι δύσκολο
Να στήσουμε το είδωλό του.
Ούτε είν’ εύκολο να βρούμε τους ανώνυμους
Μελωδούς των χαμένων πανηγυριών.
Κι ο Φήμιος έχει πεθάνει από καιρό,
Δεν τραγουδάει στων μνηστήρων τα συμπόσια.

ΤΟ ΦΟΝΙΚΟ
Ήταν χειμώνας. Είδα τρεις άντρες.
Στον άδειο δρόμο πήγαιναν σκυφτοί.
Τα σπίτια με τις χιονισμένες στέγες
Σάμπως πουλιά μπαλσαμωμένα,
Ακινητούσαν.
Το ποτάμι κρουσταλλιασμένο.
Έβλεπες κάτω από τον πάγο το νερό
Κυλούσε αμίλητο.
Ο αγέρας παγωμένος σφύριζε βραχνά
Στις ερημικές αυλές.
Οι πυροβολισμοί που έπεσαν τη νύχτα
Ακούστηκαν κοντά.
Η γριά που έψαξε με το λυχνάρι στην αυλή,
Δε βρήκε το νεκρό παιδί της.

Ο ΓΕΡΟΝΤΑΣ
Όταν πήρα να καταλαβαίνω τον κόσμο,
Αντάμωσα στο δρόμο ένα γέροντα.
Τα ’χε περάσει τα εκατό. Κοίταζε τον ήλιο
Κι έσπρωχνε μια ρόδα, όπως τα παιδιά
Τα τσέρκια τους και πήγαινε προς τη δύση.
Μου λέει, κατακεί που πας δε βγαίνει,
Γύρνα πίσω και πάρε άλλη στράτα.
Δεν την ξέρω, να μου τη δείξεις.
Έχεις πολλά χρόνια μπροστά σου, θα τη βρεις
Μου λέει και συνέχισε να σπρώχνει τη ρόδα.

ΠΕΤΑΞΟΥ
Πετάξου ως εδώ. (Τί εύκολη φράση!)
Θα σε περιμένω. (Τι άστατη υπόσχεση!)
Είναι δύσκολο το πέρασμα, το ξέρω.
Μαζί θα το περάσουμε, θα δεις. (Τι θράσος!)

ΠΟΥΛΙΑ ΣΤΟ ΞΟΒΕΡΓΟ
Στον ποιητή Μιχάλη Δελησάββα
Το ξέρω πως ποτέ δεν έστησες
Ξόβεργα στα πουλιά
Κι ούτε πως έγραψες το ποίημα
Να μάθεις στα παιδιά την τέχνη που σκλαβώνει.
Εσύ ποτέ σου δε φυλάκισες πουλάκια στο κλουβί
Και ξέρω, είμαι βέβαιος γι’ αυτό
Κι ας μην το λες, το θλιβερό τραγούδι των πουλιών
Απ’ του κλουβιού τη φυλακή δεν σε διασκεδάζει.
Μπορεί τα σκλαβοπάζαρα του Σίτι
Μετά από τόσα χρόνια να ΄χουν ξεχαστεί
Και άλλοι να μην το έμαθαν ποτέ.
Όμως τα ξόβεργα που στήνουν οι Μεγάλοι
Τα όνειρα σκλαβώνουν των λαών.

ΕΝΑ ΑΣΤΕΡΙ
Ένα αστέρι απόψε φωτίζει το δρόμο σου.
Ένας άγγελος σε πήρε απ’ το χέρι να σε βγάλει
Στο πλάτωμα να δεις από κοντά που παίζουν
Τα παιδιά κρυφτό με το φεγγάρι, να δεις
Που μεγαλώνουν οι σκιές τους στο σκοτάδι,
Να δεις πως γίνονται άντρες μέσ’ τη νύχτα.

ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ
Καλοκαίρι.
Κι ο έρωτας στην αμμουδιά
Στρώνει κρεβάτι
Από ξεραμένα φύκια
Και πεντάκτινους αστερίες.

Η ΒΑΛΙΤΣΑ
Όρθιος στην προβλήτα του λιμανιού
Μοιάζει σαν κάποιον να περιμένει.
Δεν έχει κανέναν δικό του στα ξένα.
Τα καράβια έρχονται και πάνε σφυρίζοντας.
Οι ταξιδιώτες σκορπίζονται βιαστικά
Στην άδεια προκυμαία με τις αποσκευές τους.
Ένας άγνωστος του δίνει τη βαλίτσα του.
Είναι πολύ βαριά του λέει. Θα σε πληρώσω.

ΒΡΕΧΕΙ ΣΤΟ ΠΑΡΚΟ
Ιπποκράτους και Ακαδημίας γωνία.
Απ’ το πρωί στο δρόμο τρέχουν
Βιαστικοί οι αραιοί διαβάτες.
Πολύχρωμες ομπρέλες πλαταγίζουν
Στον αγέρα. Βρέχει ασταμάτητα.
Στο πάρκο ένας μικρός μετανάστης
Μουσκεύει αδιαμαρτύρητα
Δίπλα στο άγαλμα του Παλαμά.
Αν ζούσε ο ποιητής σίγουρα
Θα έγραφε ένα ποίημα σπαραχτικό
Για τον άστεγο μικρό μετανάστη
Με τίτλο «Το χελιδόνι που μετανάστευσε
Σε λάθος χώρα».

ΟΛΟ ΜΕΤΡΑΣ
Όλο μετράς.
Μετράς τον κόσμο, τους ανθρώπους
Όρθιους ή γονατιστούς.
Τους βλέπεις όλους χαμηλούς.
Μετράς τον ίσκιο σου και βρίσκεις
Πως είσαι απ’ όλους πιο ψηλός.

ΑΝΔΡΟΜΑΧΗ
Στην πεζογράφο Έφη Καπόγιαννη
Ανδρομάχη ήταν τ’ όνομα της γιαγιάς σου,
Αυτή σε πήρε απ’ τη μάνα σου και σε σπαργάνωσε,
Αυτή σε κράτησε στην αγκαλιά της πρώτη.
Να το θυμάσαι σου ψιθύρισε στ’ αυτάκι σου.
Ανδρομάχη ήταν και τ’ όνομα της προγιαγιάς σου....
Απ τη μεριά της μάνας σου που πέρασε το Σκάμανδρο
Κλαίγοντας κάτω απ’ τα ερείπια της Τροίας.
Ένα πλατύ ποτάμι ο Σκάμανδρος που στέγνωσε
Το όνομά του απ’ του καιρού την ανομβρία.
Μη με ρωτάς για την Ελένη να σου πω.
Μην ακούς τι λένε. Ένα φάντασμα ήταν η Ελένη.

ΑΓΓΕΛΟΣ
Σήμερα ο ουρανός
Είναι σαν ένα απέραντο
Γαλάζιο υφαντό
Απ’ αυτό θα κόψω πήχες
Να σε ντύσω στα γαλάζια.
Να κάμω τον κόσμο να πιστέψει
Πως ήρθες από ψηλά.

ΜΟΝΟΣ
Κάθεται αντίκρυ στο παράθυρο,
Βλέπει τον άδειο δρόμο κι αναστενάζει.
Δε μπορεί, σκέφτεται, κάποιος θα περάσει
Κάποιος αργοπορημένος ίσως που γυρίζει
Απ’ τη δουλειά του, να του θυμίσει άθελα
Πως δεν είναι μόνος, πως δεν περίμενε
Άδικα τόσες ώρες στο παράθυρό του.

ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΣΤΗ ΘΑΛΑΣΣΑ
Στον ποιητή Κώστα Χελμό
Φίλε ποιητή, εραστή του γαλάζιου,
Ρίξε στη θάλασσα κι άλλα ποιήματα,
Πολλά ποιήματα τώρα που φίλιωσες μαζί της.
Υπάρχουν τόσοι ναυαγοί που πνίγονται
Και οι φάροι είναι σβηστοί στους κάβους
Κι ο Πολικός αστέρας δεν τους φτάνει.
Μίλησέ μας για την αγάπη και τη μοναξιά,
Δάνεισέ μας τα όνειρά σου, τώρα που δύσκολα
Ονειρευόμαστε. Πες μας για τ’ αφρισμένα
Κύματα που ερωτεύονται τη στεριά
Και πεθαίνουν στο πρώτο της φιλί.
Φώτισε το σκυθρωπό πρόσωπό της, λύγισε
Την οργή της, κάνε να λυπηθεί τους ναυαγούς.

Η ΨΥΧΗ ΤΟΥ ΠΡΟΣΦΥΓΑ
Ένα αλέτρι παρατημένο που χρόνια λιώνει
Στη βροχή. Ένα κάρο που βούλιαξε στη λάσπη,
Ένα σπίτι που τρέμει στον άνεμο τις άγριες
Νύχτες του χειμώνα ανυπεράσπιστο.
Μια ψυχή που φτερουγίζει χαμένη στα ερείπια
Γυρεύοντας απελπισμένα το σώμα της.

ΗΘΕΛΑ
Ήθελα να σου πω ένα παλιό τραγούδι,
Σαν εκείνα που λέγαμε στα χρόνια της νιότης.
Ας πούμε σαν την «Ανθισμένη αμυγδαλιά» του ποιητή
Γεωργίου Δροσίνη που τίναζε τα άνθη στα μαλλιά σου,
Ή του Αττίκ «Της μιας δραχμής τα γιασεμιά»,
Τότε που ο κόσμος όλος μας χαμογελούσε.
Πέρασαν χρόνια και καιροί, όλα τα σκέπασε η λήθη.
Μα αν κάνω και τα θυμηθώ τίποτα δεν αλλάζει
Στη χώρα των βουβών που ζούμε τίποτα δεν ακούμε.

ΑΥΤΟ ΤΟ ΠΟΙΗΜΑ
Αυτό το ποίημα
Το έχω πολύ νωρίς σχεδιάσει.
Λέξεις και φράσεις
Αισθητικά βαλμένες, μιλούν
Για σένα και την ομορφιά σου.
Άραγε θα μπεις στον κόπο
Να το διαβάσεις.

ΒΑΡΚΕΣ
Απ’ όλα τα ποιήματά μου,
Έμεινε μόνο αυτό που έγραψα
Για σένα.
Τ’ άλλα τα πήρε ο άνεμος
Τα σκόρπισε στη θάλασσα.
Τα ΄κανε βάρκες με πανιά
Που ακόμα ταξιδεύουν.

ΔΙΑΔΗΛΩΣΗ
Οι δρόμοι είναι ανάστατοι.
Σκορπισμένες σημαίες παντού πατημένα σύμβολα,
Τσακισμένα κοντάρια από σκισμένα πανό,
Αίματα που βάφουν την άσφαλτο, πυρπολημένοι
Κάδοι απορριμμάτων που καπνίζουν ακόμα.
Αν όλα τούτα θυμίζουν κόλαση, τότε
Το παιδί που έφυγε σίγουρα θα βρίσκεται
Στον παράδεισο.

ΤΟ ΚΟΚΚΙΝΟ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟ
Η μητέρα χαϊδεύει στον κήπο μας
Ένα μοναχικό κόκκινο τριαντάφυλλο.
Θέλει πολύ να το δει σ’ ένα λευκό
Πορσελάνινο βάζο, να χαρεί τη δροσιά του.
Διστάζει, γιατί ξέρει πως αν το κόψει
Το δάκρυ του θα κάψει τη ρίζα
Της τριανταφυλλιάς που φύτεψε
Το περασμένο φθινόπωρο με τις βροχές.

ΠΕΙΡΑΣΜΟΣ
Ταξιδεύαμε στα νερά της Λήμνος με την Αργώ
Του καπετάν Αντρέα του Λημνιού το μπρίκι.
Άμα ανοιχτήκαμε ακούσαμε τραγούδια.
Είναι οι Σειρήνες, είπε ο καπετάν Αντρέας.
Πάνω στα σκόρπια βράχια είδαμε γυναίκες
Ολοτσίτσιδες να μας καλούν. Δεν άντεξα
Να τις ακούω, είπα να με κρατήσουν.
Δε θυμάμαι ποιος από το τσούρμο μ’ έδεσε
Στο αλύγιστο κατάρτι της Αργώς. Ούτε ποιος
Βούλωσσε τ’ αυτιά μου με μελισσοκέρι.
Μόνο οι ναύτες έμειναν ν’ ακούν το κάλεσμά τους.
Θα προτιμούσαν βέβαια να ΄ναι δεμένοι,
Παρά να πέσουν όλοι τους ομαδικά στη θάλασσα
Ακολουθώντας το παράδειγμα του Βούτη.

ΗΛΙΟΒΑΣΙΛΕΜΑ
Στον ποιητή Τάκη Σκανάτοβιτς
Άμα περάσετε από ‘κει......
Θα δεις σε μια χορταριασμένη αυλή
Ένα παλιό διώροφο πέτρινο σπίτι,
Με τα παράθυρα κλειστά και τον κισσό
Να το σφιχταγκαλιάζει στοργικά σα μάνα.
Χτύπα την πόρτα, θα σ’ ανοίξουν.
Ένας κατοχρονίτης γέροντας
Θα σε κρατήσει, να δείτε απ’ το παράθυρο
Τ’ όμορφο ηλιοβασίλεμα. Για να θυμάσαι
Όταν φύγεις, το δικό του κόσμο,
Το δικό του ηλιοβασίλεμα. 
Η ΟΜΟΛΟΓΙΑ ΣΟΥ

Η ομολογία σου, ήταν ο λίθος
Που γκρέμισε το είδωλό σου,
Που χάλασε την ομορφιά σου.
Τώρα ο άνεμος περνάει στο δρόμο
Σφυρίζοντας νεκρώσιμες ακολουθίες.

ΠΕΙΡΑΤΕΣ
Πίσω από τους άγριους βράχους του Αιγαίου
Περιμέναμε του πειρατές με κομμένη ανάσα.
Η θάλασσα ορμούσε σαν τ’ αγκρισμένο κριάρι
Κουτουλούσε τις απόγκρεμνες ακτές.
Η θύελλα ανακάτευε τα μαλλιά σου,
Έφτανε ως τις ρίζες τους. Το χέρι σου
Έσφιγγε το χέρι μου. Ο μύθος αναστάτωνε
Τα στήθη μας με αόρατες σπαθιές πειρατών.

ΔΥΟ ΧΕΡΙΑ
Δυο χέρια λευκά περιστέρια
Μου δείχνουν το δρόμο της καρδιάς σου.
Τον πήρα, μα δεν έφτασα ποτέ ως εκεί.
Φταίνε τα πόδια μου το δίχως άλλο
Που λύγισαν στην ανηφόρα της ζωής.

Η ΚΑΡΔΑΡΟΜΠΑ
Ο γιατρός δόκτορ Λέανδρος Γριμάκης,
Είχε την ατυχία να κληρονομήσει από
Τη γυναίκα του, μία πλούσια καρδαρόμπα.
Όμορφη πολύ η κυρία Νεφέλη, έτσι ήταν
Τ’ όνομά της. Έλεγαν, ήταν, δεν παίρνω όρκο,
Υπερβολικά φιλάρεσκη και σπάταλη πολύ.
Ο γιατρός δόκτορ Λέανδρος Γριμάκης
Όταν έβλεπε τα μετάξια, τις γούνες
Και τ’ ατέλειωτα πανάκριβα αξεσουάρ,
Τις γόβες που την ψήλωναν αν και ήταν ψηλή
Μεθούσε στην ανάμνησή της. Τυραγνιόταν.
Άναψε μια μεγάλη φωτιά στην απλόχωρη αυλή του
Κι έκαψε όλα τούτα τα πολύτιμα που θύμιζαν
Εκείνη, χωρίς να λογαριάσει το υπέρογκο κόστος.

ΑΠΟΓΟΗΤΕΥΣΗ
Μικρό παιδί που ξεχάστηκε
Στην άμμο παίζοντας,
Βλέπει τα οργισμένα κύματα
Μ’ αφρούς και φύκια
Να σκεπάζουν τους πύργους
Που έχτισε
Και κλαίει απαρηγόρητα.

ΥΣΤΕΡΟΓΡΑΦΟ
Μια μικρή λεπτομέρεια
Από μια ιστορία που δε γράφτηκε.
Ένα βουβό δράμα που παίχτηκε
Σε μια χορταριασμένη αυλή μοναχική,
Που έπαιζαν έναν καιρό
Ξιπόλητα παιδιά.

Ο ΔΙΑΔΗΛΩΤΗΣ
Στον Λεωνίδα Ορφανουδάκη
Τρέχει στο δρόμο με υψωμένη τη γροθιά,
Τίποτα δε μπορεί να τον κρατήσει.
«ψωμί παιδεία ελευθερία» βροντοφωνάζει.
Λέει κι άλλα όπως, «κάτω ο φασισμός»
Ή ¨πότε θα κάνει ξαστεριά, να πάρω το
Τουφέκι μου την όμορφη «πατρόνα»,
Φοράει στο στήθος μιαν επίχρυση κονκάρδα
Που γίνεται σημαία και τυλίγει το κορμί του
Όταν οι σύντροφοί του τον μαζεύουν
Απ’ το δρόμο κι ήταν ωραίο παλικάρι.

ΤΟ ΓΡΑΜΜΑ
Σαν ένα αποσταμένο ταξιδιάρικο πουλί
Που κόνεψε στο δέντρο της αυλής μου,
Ήρθ’ ένα γράμμα που με ξάφνιασε.
Δεν ξέρω πότε γράφτηκε και από ποιόν.
Μα φαίνεται πολύ παλιό, φθαρμένο,
Μυρίζει χώμα και βροχή.
Σάμπως να βγήκε από ένα τάφο πολυκαιρινό.
Δεν τόλμησα να το ανοίξω
Το επέστρεψα ως απαράδεχτο.

Η ΘΑΛΑΣΣΑ ΚΙ ΕΣΥ
Ένα γαλάζιο πανί η θάλασσα σήμερα.
Το ΄πες και μόνη σου. Ένα απέραντο γαλάζιο
Πανί. Δεν το περίμενα, θα το πιστέψεις;
Τα λόγια σου ένα μικρό ποίημα.
Όμως τα μάτια σου βάφουν, εσύ δεν το ξέρεις,
Βάφουν τον κόσμον όλο θαλασσί.
Τα στήθη σου σκεπάζουν τις ακρογιαλιές,
Στιλβώνουν τα βρεγμένα βότσαλα.
Τα χείλη σου ξυπνούν πόθους κρυφούς,
Ανάβουν φωτιές τα δειλινά.

ΤΑ ΠΑΛΙΑ ΒΙΒΛΙΑ
Είχε μεγάλη αδυναμία στα παλιά βιβλία.
Τον μεθούσε εκείνη η μυρωδιά της σιωπής
Που ανάδιναν μέσα από τη σκόνη που σώρεψαν
Οι αιώνες και η αδιαφορία των ανθρώπων.
Τον ενδιέφερε η τυπογραφική τους ταυτότητα,
Το μητρώο εγγραφής κι ο τόπος γεννήσεως,
Αδιάψευστα στοιχεία παλαιότητας και φυσικά
Η σοφία που έκρυβαν στις φθαρμένες σελίδες.

ΖΩΓΡΑΦΟΣ – ΠΟΙΗΤΗΣ
Πάει καιρός που έπαψε να ζωγραφίζει.
Ορφάνεψαν τα τελάρα, τα χρώματα και τα πινέλα.
Όχι πως βρίσκει πια την τέχνη του ανούσια.
Είναι τα χέρια του που αρνούνται τελευταία,
Του νου του τα προστάγματα και τρέμουν
Στις δύσκολες διαδρομές που η τέχνη τον πηγαίνει.
Τώρα τα άνεργα πινέλα έγιναν λέξεις ποιητικές,
Τα χρώματα συναισθήματα, τα τελάρα ποιήματα.

ΡΕΜΠΕΤΗΣ
Ας ήταν να ΄μουνα ρεμπέτης
Να τραγουδούσα τους καημούς των άνεργων,
Των πεινασμένων και των άστεγων τα βάσανα
Που ξάφνου βούλιαξεν η γης στα πόδια τους
Και χάθηκαν τ’ ασήμαντα φτωχά όνειρά τους.

ΙΔΕΑΤΟ
Βαρέθηκα να γράφω στίχους για μακρινούς
Ορίζοντες και ματωμένα δειλινά,
Για ταξιδιάρικα πουλιά και μελωδίες ουράνιες.
Για θάλασσες που σπρώχνουν τα καράβια μακριά,
Για δέλφινους και γλάρους που τα συντροφεύουν
Στα άπειρα ταξίδια τους τ’ αλαργινά.
Ήθελα κάτι γήινο χωρίς να ακουμπάει στη γη,
Κάτι που να ΄ναι ουράνιο,
Κάτι που να τ’ αγγίζω και να μένει ανέπαφο
Μα να ΄ναι κτήμα μου και να το ορίζω.

Η ΒΑΡΚΑ
Μια βάρκα μόνη, σκέλεθρο αχαμνό
Ακουμπούσε στην άμμο κάτω.
Σπασμένα τα πλευρά της, χαλασμένα,
Σκασμένα και τα χρώματά της,
Αλλά κρατούσε.
Το θέαμα διόλου αρεστό αισθητικά.
Δίχως καρένα η βάρκα κρατιόταν ορθή.
Αρνιόταν την τέλεια φθορά.
Τ’ όνομά της απείραχτο, στέκονταν
Στο πλευρό της τσακισμένης πρύμνης
Μηνάς.

ΤΑ ΚΑΛΑΝΤΑ
Τα παιδιά δεν ήρθαν φέτος τα Χριστούγεννα
Να πουν τα κάλαντα, όπως κάθε χρόνο.
Ν’ ακούσουμε τις τρυφερές φωνούλες τους,
Το δροσερό τους γέλιο.
Δε βγήκαν με τα τρίγωνα, τα τύμπανα
Και τις μασιές, να φέρουν την ελπίδα
Στους απελπισμένους.
Όλου του κόσμου τα παράθυρα είναι σβηστά.
Ούτε κερί δεν άναψε, σβηστό και τ’ ουρανού
Το καντηλέρι. Πως θα ΄βρουν τα παιδιά το δρόμο;
Γυρεύουν στέγη να κουρνιάσουν, φωτιά να ζεσταθούν.
Δε βγήκαν φέτος τα παιδιά να τραγουδήσουν.


ΛΙΤΟΤΗΤΑ
Σε δύσκολους καιρούς, σε χρόνια δίσεχτα,
Δεν είναι να μιλάς για κόκκινα τριαντάφυλλα
Και άνθη εύοσμα σε κήπους ανθισμένους;.
Κι ας είναι το τραγούδι που αντιστέκεται
Στη φτώχεια και στην καταφρόνια.


ΤΟ ΧΑΜΟΓΕΛΟ ΤΗΣ ΤΖΙΟΚΟΝΤΑ
Ξοδιάζει πολύ χρόνο μπροστά στο κάδρο της.
Τον ενδιαφέρει το αινιγματικό της χαμόγελο.
Αλλάζει συνεχώς θέση, σημαδεύει το πρόσωπό της,
Τα αισθητικά της χείλη, το χρώμα των ματιών.
Η τέχνη είναι σφιχτή, δε φανερώνει τα μυστικά της
Στους αμύητους, δεν τους κάνει το χατήρι αυτούς.
Αδιόρθωτα επίμονος εξακολουθεί να παρατηρεί,
Τούτο το καλαίσθητο αίνιγμα που τον κοιτάζει.
Φεύγει την ώρα που κλείνει το Λούβρο κατηφής,
Γιατί το μόνο που έμαθε, είναι πως τη λένε Μόνα Λίζα
Κι ήταν γυναίκα του Φραγκίσκου του Τζιοκομόδου
Και πως την έβαλε στο κάδρο ο Λεονάρδο Ντα Βίντσι.

Η ΖΩΗ ΜΟΥ
Με άφηναν μόνο
Και πήγαιναν στη δουλειά.
Μωρό εγώ δεν έκλαιγα,
Ούτε φοβόμουν.
Με φύλαγαν τα σκυλιά μας.
Άλλες φορές
Που δεν κοιμόμουν,
μ΄ έδεναν με σκοινί
για σιγουριά
και πήγαιναν στα χωράφια.

ΜΕ ΛΕΝΕ ΧΡΗΣΤΟ
Με τάνισεν ο χρόνος,
Μεγάλωσα.
Τώρα στο Βέλγιο μετανάστης
Ανοίγω μίνες στ΄ ανθρακωρυχεία.
Μπόνο γκρέκο
Μου λεν τ’ αφεντικά μου
Δυνατό Έλληνα, καλό δουλειά
Ο Ιταλιάνος επιστάτης.
Έχω ένα αδέρφι, πέθανε.
Τον πείραξε η σκόνη.
Με λένε Χρήστο.
Αν με ξεχάσει η καρβουνόσκονη
Θ’ ανοίξω μαγαζί στο Βέλγιο
Στις Βρυξέλλες.

ΑΣΤΕΓΟΣ
Όταν γυρίσουν τα χελιδόνια, θα σε βρουν
Έξω από μια στέγη που δεν είναι δική σου.
Γιατί, λέει σου τη δάνεισαν κάποιοι άλλοι
Που ήθελαν να ορίζουν τη ζωή σου.
Σπρώξε την πόρτα του και μπες μέσα στο σπίτι.
Είναι θεμελιωμένο στο δικό σου μόχθο.
Μπορεί να μην έχει θέρμανση και ηλεκτρικό,
Όμως θα σε φυλάγει απ’ τη βροχή, το κρύο
Και τα χιόνια του χειμώνα.

ΠΟΙΗΤΙΚΑ ΣΠΑΡΑΓΜΑΤΑ
ΕΝΑ ΚΑΤΑΡΤΙ
Ένα κατάρτι στην ομίχλη
Χαράζει όπως η αυγή.
ΟΤΑΝ ΓΡΑΦΩ
Όταν γράφω νιώθω να μου κρατάς το χέρι
Και να μου το πας όπου εσύ θέλεις.
Τ’ ΟΝΟΜΑ ΣΟΥ
Τ’ όνομά σου έρχεται και ξανάρχεται
Σα μια υπόμνηση για ένα παλιό χρέος.
ΑΠΟΜΑΚΡΗ
Πάντα απόμακρη, χαμένη στα όνειρά σου
Κάτι σαν απαγορευμένος καρπός
Που δεν ευτύχησα να τον μαζέψω.
ΣΕ ΕΙΔΑ
Σε είδα πάλι στον ύπνο μου.
Γέμισες το πιο μεγάλο μου όνειρο.
Σε παντρεύτηκα.
ΤΑ ΑΙΣΘΗΜΑΤΑ
Τα αισθήματα στο στήθος, σαν το νερό
Που γεννιέται στην πηγή ακάλεστο.

ΤΑ ΠΕΡΙΣΤΕΡΙΑ
Η γυναίκα του τον μαλώνει
Γιατί ταΐζει ψίχουλα στα περιστέρια.
Βρωμίζουν, λέει, δεν τα θέλει.
Εκείνος εξοργίζεται.
Πλάσματα του θεού είναι κι αυτά
Και περιμένουν από μας.
Τα ΄καμε ο θεός και τα ΄βαλε κοντά μας
Να κάνουν τη ζωή μας ομορφότερη.
Κι εκείνο το σταχτί με τα γαλάζια μάτια
Τι το παραχαϊδεύεις κι έρχεται μέσα.
Δε θέλω να το διώχνεις άφησε να μπαίνει,
Είναι η αδερφή μου.

ΤΙ ΑΛΛΟ ΝΑ ΕΚΑΝΕ
Πήρε στις χούφτες της
Τα δυο του παγωμένα χέρια.
Τα δάχτυλά του τρέμουν
Σαν το σπουργίτι στο χιονιά.
Προσπαθεί να τα ζεστάνει
Με το χνώτο της.
Τι άλλο να έκανε.
Σήμερα στο σπίτι δεν άναψαν
Φωτιά. Είναι χειμώνας και
Το κρύο σέρνεται παντού.

Η ΓΡΙΑ
Η γριά που κάθεται στο κατώφλι
Του σπιτιού της, δε βλέπει τον ήλιο
Στην αυλή της που παίζει το κρυφτό
Με τα φύλλα της λεύκας.
Ακούει το τραγούδι των χελιδονιών
Στη στέγη και χαίρεται που ήρθαν πάλι
Κι έφεραν την άνοιξη.

ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ
Άλλο ένα Πάσχα γίναμε δήμιοι
Και θυμηθήκαμε τους κακούς λύκους
Που δεν έφαγαν τ’ αρνιά μας
Για να μπορούμε να τα σουβλίσουμε.
Άλλο ένα Πάσχα ελεήσαμε με τ’ αποφάγια μας
Τους άθλιους πεινασμένους.
Άλλο ένα Πάσχα η τραχιά παλάμη
Του άνεργου έμεινε άδεια
.
ΤΟ ΦΕΓΓΑΡΙ
Βγήκε το φεγγάρι στον ξάστερο ουρανό
Κι έσβησε τις σκιές της νύχτας,
Ωσάν μια γομολάστιχα που σβήνει
Τα λάθη απ’ τα τετράδια των μαθητών.

Η ΚΟΡΥΦΗ
Βλέπεις εκείνο το βουνό, μου λέει ο αδερφός μου.
Όταν μεγαλώσεις θα σε πάρω να τ’ ανεβούμε μαζί.
Κοίταξα το βουνό που άστραφτε στον ήλιο σα διαμάντι.
Στην κορυφή του ένα άσπρο ξεφτισμένο σύννεφο,
Έπαιζε με τον άνεμο,
σαν τ’ ανοιχτά φτερά του κουρασμένου
Κύκνου που στάθηκε να ξαποστάσει.
Πέρασε ο καιρός. Τώρα μεγάλωσες, θ’ ανέβεις μόνος,
Μου λέει ο αδερφός μου και μ’ αφήνει. Γέρασα εγώ.
Ανέβηκα, μα στα μισά γονάτισα. Πήρα να σέρνομαι
Με τους αγκώνες, μάτωσα, ξεσκίστηκαν οι σάρκες μου.
Έφτασα στην κορφή, αγκάλιασα το σύννεφο, άσπρισα.

ΣΚΗΝΙΤΕΣ
Είμαστε οι σκηνίτες.
Ανώνυμοι εραστές του καλοκαιριού.
Τη νύχτα μας γυμνώνουν τ’ αστέρια,
Μας τρομάζουν οι σκιές των δέντρων.
Η θάλασσα ένα σκηνικό απαθές
Με το ψυχρό γαλάζιο πρόσωπό της
Γράφει τη μοίρα μας.
Τη μέρα λουσμένοι στο φως του ήλιου
Παρασταίνουμε τ’ αγάλματα
Παίζοντας με το κύμα και τον άνεμο.

ΣΚΕΦΤΕΣΑΙ ΤΟ ΒΥΘΟ
Σκέφτεσαι το βυθό που δε γνώρισες,
Τα λιβάδια της θάλασσας, τ’ αμίλητα καράβια
Που ναυάγησαν, αγκαλιά με τη λήθη.
Βλέπεις του γλυπτούς έφηβους που γέρασαν
Στις σκοτεινές σπηλιάδες, να μας κρίνουν
Που σπείραμε τα δόντια του δράκου
Στ’ ανόργωτα χωράφια τους.

ΚΑΛΛΙΝΙΚΟΣ ΑΥΡΙΑΝΟΣ
Ήξερε όλους τους δρόμους της πόλης.
Από μικρός τους είχε περπατήσει.
Διάβαζε τις πινακίδες, πρόσωπα ιστορικά,
Τοπία και μάχες αξιόλογες πολύ.
Έμπαινε σε δρόμους μικρούς, αδιέξοδους
Όπου τον πήγαινε η περιέργειά του.
Δρόμοι ασήμαντοι, φτωχοί και αβάφτιστοι
Που ταίριαζαν με τη δική του ένδεια,
Την ελεεινή κατάστασή του, την άπορη.
Έπιασε τότε κι έγραψε στον τοίχο ψηλά
με μαύρα γράμματα χοντρά τ’ όνομά του.
ΟΔΟΣ ΚΑΛΛΙΝΙΚΟΥ ΑΥΡΙΑΝΟΥ.

...................................................................................................................

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
ΕΙΝΑΙ ΚΑΙΡΟΣ....................................................................................9
Ε! ΛΟΙΠΟΝ........................................................................................10
ΤΟ ΦΟΝΙΚΟ.......................................................................................11
Ο ΓΕΡΟΝΤΑΣ.....................................................................................12
ΠΕΤΑΞΟΥ...........................................................................................13
ΠΟΥΛΙΑ ΣΤΟ ΞΟΒΕΡΓΟ.................................................................14
ΕΝΑ ΑΣΤΕΡΙ......................................................................................15
ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ.......................................................................................16
Η ΒΑΛΙΤΣΑ........................................................................................17
ΒΡΕΧΕΙ ΣΤΟ ΠΑΡΚΟ........................................................................18
ΟΛΟ ΜΕΤΡΑΣ...................................................................................19
ΑΝΔΡΟΜΑΧΗ...................................................................................20
ΑΓΓΕΛΟΣ............................................................................................21
ΜΟΝΟΣ..............................................................................................22
ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΣΤΗ ΘΑΛΑΣΣΑ........................................................23
Η ΨΥΧΗ ΤΟΥ ΠΡΟΣΦΥΓΑ.............................................................24
ΗΘΕΛΑ...............................................................................................25
ΑΥΤΟ ΤΟ ΠΟΙΗΜΑ.........................................................................26
ΒΑΡΚΕΣ..............................................................................................27
ΔΙΑΔΗΛΩΣΗ.....................................................................................28
ΤΟ ΚΟΚΚΙΝΟ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟ..................................................29
ΠΕΙΡΑΣΜΟΣ......................................................................................30
ΗΛΙΟΒΑΣΙΛΕΜΑ.............................................................................31
Η ΟΜΟΛΟΓΙΑ ΣΟΥ..........................................................................32
ΠΕΙΡΑΤΕΣ..........................................................................................33
ΔΥΟ ΧΕΡΙΑ.........................................................................................34
Η ΚΑΡΔΑΡΟΜΠΑ............................................................................35
ΑΠΟΓΟΗΤΕΥΣΗ...............................................................................36 ΥΣΤΕΡΟΓΡΑΦΟ.................................................................................37
Ο ΔΙΑΔΗΛΩΤΗΣ...............................................................................38
ΤΟ ΓΡΑΜΜΑ.....................................................................................39
Η ΘΑΛΑΣΣΑ ΚΙ ΕΣΥ.......................................................................40
ΤΑ ΠΑΛΙΑ ΒΙΒΛΙΑ...........................................................................41
ΖΩΓΡΑΦΟΣ – ΠΟΙΗΤΗΣ.................................................................42
ΡΕΜΠΕΤΗΣ........................................................................................43
ΙΔΕΑΤΟ...............................................................................................44
Η ΒΑΡΚΑ............................................................................................45
ΤΑ ΚΑΛΑΝΤΑ...................................................................................46
ΛΙΤΟΤΗΤΑ.........................................................................................47
ΤΟ ΧΑΜΟΓΕΛΟ ΤΗΣ ΤΖΙΟΚΟΝΤΑ.............................................48
Η ΖΩΗ ΜΟΥ......................................................................................49
ΜΕ ΛΕΝΕ ΧΡΗΣΤΟ..........................................................................50
ΑΣΤΕΓΟΣ............................................................................................51
ΠΟΙΗΤΙΚΑ ΣΠΑΡΑΓΜΑΤΑ...........................................................52
ΕΝΑ ΚΑΤΑΡΤΙ...................................................................................52
ΟΤΑΝ ΓΡΑΦΩ....................................................................................52
Τ’ ΟΝΟΜΑ ΣΟΥ................................................................................52
ΑΠΟΜΑΚΡΗ.....................................................................................52
ΣΕ ΕΙΔΑ...............................................................................................52
ΤΑ ΑΙΣΘΗΜΑΤΑ..............................................................................52
ΤΑ ΠΕΡΙΣΤΕΡΙΑ................................................................................53
ΤΙ ΑΛΛΟ ΝΑ ΕΚΑΝΕ......................................................................54
Η ΓΡΙΑ.................................................................................................55
ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ...........................................................................56
ΤΟ ΦΕΓΓΑΡΙ.......................................................................................57
Η ΚΟΡΥΦΗ.........................................................................................58
ΣΚΗΝΙΤΕΣ.........................................................................................59
ΣΚΕΦΤΕΣΑΙ ΤΟ ΒΥΘΟ....................................................................60
ΚΑΛΛΙΝΙΚΟΣ ΑΥΡΙΑΝΟΣ.............................................................61

....................................................................................................................................

ΕΡΓΑ ΤΟΥ ΙΔΙΟΥ
Ποιητικά:
• Πορτρέτα μιας άλλη εποχής, Εκδ. Δωδώνη, 1990.
• Απόηχοι, Εκδ. Ρήσος, 1992.
• Τα πρόσφορα, Εκδ. Πάραλος, 1994.
• Η φθορά του μύθου, Εκδ. Πάραλος, 1996.
• Ρόμβος, Εκδ. Πάραλος, 1997.
• Κορνηλία η δέσποινα των σφαλμάτων, Εκδ. Πάραλος, 1999.
• Η στέρνα, Εκδ. Πάραλος, 2000.
• Κρύσταλλοι, Εκδ. Πάραλος, 2000.
• Στη μηχανή του χρόνου, Εκδ. Πάραλος, 2002.
• Το εκκρεμές του ήλιου, Εκδ. Πάραλος, 2002.
• Επίγεια, Εκδ. Πάραλος, 2002.
• Ορφέας, Εκδ. Λεξίτυπον, 2008
• Θύμηση κατεπείγουσα, Εκδ. Λεξίτυπον, 2010.
• Το βέλος του χρόνου, Εκδ. Λεξίτυπον, 2010.
• Αποτυπώματα, Εκδ. Λεξίτυπον, 2010.
• Το δόντι του σκύλου, Εκδ. Λεξίτυπον, 2011.
• Το πρώτο σκαλί, Εκδ. Λεξίτυπον, 2012.
• Όταν περνούν οι γερανοί, Εκδ. Λεξίτυπον, 2012.
Πεζά:
• Τα φαινόμενα απατούν, διηγήματα, Εκδ. Πάραλος, 2007.
• Το δέντρο που μεγάλωνε τη νύχτα, μυθιστόρημα,
Εκδ. Λεξίτυπον, 2008.
• Τα παραμύθια του παππού, Εκδ. Λεξίτυπον, 2010.
Λαογραφικά:
• Το Θρακιώτικο δημοτικό τραγούδι στον Έβρο και τη
Σαμοθράκη, Εκδ. Πάραλος, 2000.
• Το Διδυμότειχο, συλλογικό, Αθήνα 1977
(Ιστορία-Λαογραφία-Λογοτεχνία).
• Το Διδυμότειχο, συλλογικό, Αθήνα 1978
(Ιστορία-Λαογραφία-Λογοτεχνία).
• Θρακική Λαογραφία, Εκδ. Λεξίτυπον, 2012.