Translate

Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

ΠΑΤΑΡΙ ΛΟΓΟΤΕΧΝΩΝ

Στείλετε στο leonidasorf@gmail.com ένα κομμάτι από κάθε νέα έκδοση σας και θα το αναρτώ .

Πέμπτη 12 Σεπτεμβρίου 2013

ΚΩΣΤΑΣ ΧΕΛΜΟΣ (Ανθολόγιο)


ΚΩΣΤΑΣ  ΧΕΛΜΟΣ  (Ανθολόγιο)



Η  επιγραφή

 

Στη  μέση  της  αίθουσας  που  μας  φιλοξένησε

υπάρχει  ένα  μεγάλο  στενόμακρο  τραπέζι

ίδιο  μ’ εκείνο  του  μυστικού  δείπνου.

Μονάχα  που  έλειπε  ο  Χριστός  και  οι  μαθητές.

Με  συγκλόνισε  η  επιγραφή  στο  ακριανό  κάθισμα.

«Εδώ  καθότανε  ο  Ιούδας». 



Νυχτερινό

 

Νύχτωσε.  Σηκώθηκε  αργά – αργά.  «Μου  φάνηκε

σα  να  κούτσαινε  απ’ το  δεξί  του  πόδι».

Πρώτα  έκλεισε  το  παράθυρο  κι’ ύστερα

κλείδωσε  την  πόρτα.  Έσυρε  και  το  μάνταλο.

Για  περισσότερη  ασφάλεια  είπε.

Ξέρεις  τη  νύχτα  στους  δρόμους  κυκλοφορούνε

πολλά  φαντάσματα,  ληστές  και  πρεζάκηδες.
 
 
 
 
Μιλούσε
 
Μιλούσε  γρήγορα,  δυνατά.  Μιλούσε  πολύ.
Άκουγε  τα  πλοία  που  σφύριζαν  στο  λιμάνι,
έβλεπε  τα  παιδιά  που  έπαιζαν  στο  δρόμο,
κοιτούσε  τον  ουρανό  και  συνέχεια  μιλούσε.
Ίσως  να  φοβότανε  πως  κάτι  θα  ξεχνούσε.
Ίσως  να  φοβότανε  πως  δεν  θα  τα  πρόφταινε  όλα.
Ωστόσο  την  τελευταία  της  λέξη  δεν  μας  την  είπε.  
Έσκυψε  και  με  το  δάχτυλο  την  έγραψε  στο  χώμα.
«Αγάπη»



Όνειρο

 

Η  μητέρα  μου  δεν  ήθελε  να  γίνω  ναυτικός.

Όμως  απόψε  - και  χωρίς  πολλές  εξηγήσεις-

ξενύχτησε  να  κεντάει  στην  άσπρη  μπλούζα  μου,

ακριβώς  στο  μέρος  που  σκεπάζει  την  καρδιά  μου,

ένα  μπλε  καραβάκι.  Με  τις  δυο  παλάμες  μου

σκεπάζω  τα  μάτια  μου  να  μην  τα  δει  δακρυσμένα.

Με  κλειστά  μάτια  ατενίζω  τη  θάλασσα  και  το  φως.

Μητέρα,  σε  παρακαλώ  μη  μου  κρατάς  άλλο  το  χέρι.

Θέλω  να  γυρίσω  πλευρό  και  μ’ εμποδίζει.




Το  πουλόβερ

 

Κρατώντας  στο  χέρι  το  χοντρό  της  πουλόβερ

και  χωρίς  να  μιλήσει  άνοιξε  την  πόρτα  και  βγήκε.

Εκείνος  στην  αρχή  δεν  το  πίστεψε  και  την  περίμενε.

Μια  μέρα,  δυο  μέρες,  μια  ολόκληρη  εβδομάδα.

Δε  γύρισε.  Έτσι  λύθηκε  και  η  απορία  του

γιατί  φεύγοντας  πήρε  μαζί  της  το  χοντρό  πουλόβερ.

Άνοιξε  το  παράθυρο.  Τα  χέρια  του  παγωμένα.

Ο  ουρανός  χωρίς  αστέρια,  χωρίς  φεγγάρι.

Στη  μέση  του  δρόμου  οι  δυο  μεθυσμένοι

προσπαθούν  να  θυμηθούνε  που  είναι  το  σπίτι  τους. 




Το  ουράνιο  τόξο

 

Και  μετά  τη  βροχή  άνθισε  το  ουράνιο  τόξο.

Και  προσπαθεί  να  γεφυρώσει  τον  άνθρωπο  με  το  Θεό
γεμίζοντας  το  κενό  με  χρώματα  της  άνοιξης  και  με  πουλιά.  




Τα  χέρια  σου

 

Κρατώ  τα  χέρια  σου  και  δεν  μου  λείπει  τίποτα.

Κοιτάζω  τα  μάτια  σου  και  η  καρδιά  μου  γεμίζει  με  σένα.

Όχι.  Μην  επιμένετε,  δεν  γίνεται  να  μισήσω  τη  ζωή.

 

                                                         Κώστας  Χελμός
 
 
 



 
 

Δεν υπάρχουν σχόλια: