Translate

Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

ΠΑΤΑΡΙ ΛΟΓΟΤΕΧΝΩΝ

Στείλετε στο leonidasorf@gmail.com ένα κομμάτι από κάθε νέα έκδοση σας και θα το αναρτώ .

Πέμπτη 4 Απριλίου 2013

Κωνσταντίνος Καβάφης : Οι τάφοι και οι νεκροί στο έργο του .



Οι τάφοι και οι νεκροί έχουν κάποια ιδιαιτερότητα στα ποιήματα του  ΚΑΒΑΦΗ γράφει ο φίλος μου ποιητής ,ψυχολόγος,  Δημήτρης Μποσινάκης  σε ένα σημείωμα του που θα αναρτήσω σύντομα . Αυτό μου έδωσε την αφορμή να αναζητήσω να βρώ στο διαδίκτυο και να σας παρουσιάσω  σήμερα  αυτά τα ποιήματα !


A!)   Η κηδεία του Σαρπηδόνος   

Αναφέρεται στην κηδεία του Σαρπηδόνος αγαπημένου παιδιού του Δία και ήρωα της Τροίας !


Η κηδεία του Σαρπηδόνος  




Bαρυάν οδύνην έχει ο Zευς. Tον Σαρπηδόνα
εσκότωσεν ο Πάτροκλος· και τώρα ορμούν
ο Mενοιτιάδης κ' οι Aχαιοί το σώμα
ν' αρπάξουνε και να το εξευτελίσουν.

Aλλά ο Zευς διόλου δεν στέργει αυτά.
Tο αγαπημένο του παιδί ― που το άφισε
και χάθηκεν· ο Nόμος ήταν έτσι ―
τουλάχιστον θα το τιμήσει πεθαμένο.
Kαι στέλνει, ιδού, τον Φοίβο κάτω στην πεδιάδα
ερμηνευμένο πώς το σώμα να νοιασθεί.

Tου ήρωος τον νεκρό μ' ευλάβεια και με λύπη
σηκώνει ο Φοίβος και τον πάει στον ποταμό.
Tον πλένει από τες σκόνες κι απ' τ' αίματα·
κλείει την πληγή του, μη αφίνοντας
κανένα ίχνος να φανεί· της αμβροσίας
τ' αρώματα χύνει επάνω του· και με λαμπρά
Oλύμπια φορέματα τον ντύνει.
Tο δέρμα του ασπρίζει· και με μαργαριταρένιο
χτένι κτενίζει τα κατάμαυρα μαλλιά.
Tα ωραία μέλη σχηματίζει και πλαγιάζει.

Tώρα σαν νέος μοιάζει βασιλεύς αρματηλάτης ―
στα εικοσιπέντε χρόνια του, στα εικοσιέξι ―
αναπαυόμενος μετά που εκέρδισε,
μ' άρμα ολόχρυσο και ταχυτάτους ίππους,
σε ξακουστόν αγώνα το βραβείον.

Έτσι σαν που τελείωσεν ο Φοίβος
την εντολή του, κάλεσε τους δυο αδελφούς
τον Ύπνο και τον Θάνατο, προστάζοντάς τους
να παν το σώμα στην Λυκία, τον πλούσιο τόπο.

Kαι κατά εκεί τον πλούσιο τόπο, την Λυκία
τούτοι οδοιπόρησαν οι δυο αδελφοί
Ύπνος και Θάνατος, κι όταν πια έφθασαν
στην πόρτα του βασιλικού σπιτιού
παρέδοσαν το δοξασμένο σώμα,
και γύρισαν στες άλλες τους φροντίδες και δουλειές.

Kι ως τόλαβαν αυτού, στο σπίτι, αρχίνησε
με συνοδείες, και τιμές, και θρήνους,
και μ' άφθονες σπονδές από ιερούς κρατήρας,
και μ' όλα τα πρεπά η θλιβερή ταφή·
κ' έπειτα έμπειροι της πολιτείας εργάται,
και φημισμένοι δουλευταί της πέτρας
ήλθανε κ' έκαμαν το μνήμα και την στήλη.



B!) Ο τάφος του σοφού γέροντος Λυσίου Γραμματικού , καλώς έγινε τιμής ένεκεν δίπλα στην Βιβλιοθήκη της Βηρυτού , να τον βλέπουν όσοι έρχονται εκεί να μελετήσουν !

Λυσίου γραμματικού τάφος

Πλησιέστατα, δεξιά που μπαίνεις, στην βιβλιοθήκη
της Βηρυτού θάψαμε τον σοφό Λυσία,
γραμματικόν. Ο χώρος κάλλιστα προσήκει.
Τον θέσαμε κοντά σ' αυτά του που θυμάται
ίσως κ' εκεί - σχόλια, κείμενα, τεχνολογία,
γραφές, εις τεύχη ελληνισμών πολλή ερμηνεία.
Κ' επίσης έτσι από μας θα βλέπεται και θα τιμάται
ο τάφος του, όταν που περνούμε στα βιβλία.


 

Γ!)  Ο Ευρίωνας είναι νέος ωραίος και μορφωμένος και ο τάφος του είναι στη Αλεξάνδρεια.

Ευρίωνος τάφος

Εις το περίτεχνον αυτό μνημείον,
ολόκληρον εκ λίθου συηνίτου,
που το σκεπάζουν τόσοι μενεξέδες, τόσοι κρίνοι,
είναι θαμένος ο ωραίος Ευρίων.
Παιδί αλεξανδρινό, είκοσι πέντε χρόνων.
Απ' τον πατέρα του, γενιά παληά των Μακεδόνων·
από αλαβάρχας της μητέρας του η σειρά.
Έκαμε μαθητής του Αριστοκλείτου στην φιλοσοφία,
του Πάρου στα ρητορικά. Στας Θήβας τα ιερά
γράμματα σπούδασε. Του Αρσινοΐτου
νομού συνέγραψε ιστορίαν. Αυτό τουλάχιστον θα μείνει.
Χάσαμεν όμως το πιο τίμιο - την μορφή του,
που ήτανε σαν μια απολλώνια οπτασία.


Δ) Ενός πανέμορφου νέου αλεξανδρέα είναι ο Ιασή Τάφος  (φανταστικό πρόσωπο )

Ιασή Τάφος

Κείμαι ο Ιασής ενταύθα. Της μεγάλης ταύτης πόλεως
ο έφηβος ο φημισμένος για εμορφιά.
Μ’ εθαύμασαν βαθείς σοφοί· κ’ επίσης ο επιπόλαιος,
ο απλούς λαός. Και χαίρομουν ίσα και για

τα δυο. Μα απ’ το πολύ να μ’ έχει ο κόσμος Νάρκισσο κ’ Ερμή,
η καταχρήσεις μ’ έφθειραν, μ’ εσκότωσαν. Διαβάτη,
αν είσαι Aλεξανδρεύς, δεν θα επικρίνεις. Ξέρεις την ορμή
του βίου μας· τι θέρμην έχει· τι ηδονή υπερτάτη.

Ε!) Για τον Αμμόνη, που πέθανε 29 ετών, στα 610

Ραφαήλ, ολίγους στίχους σε ζητούν
για επιτύμβιον του ποιητού Αμμόνη να συνθέσεις.
Κάτι πολύ καλαίσθητον και λείον. Συ θα μπορέσεις,
είσαι ο κατάλληλος, να γράψεις ως αρμόζει
για τον ποιητήν Αμμόνη, τον δικό μας.

Βέβαια θα πεις για τα ποιήματά του -
αλλά να πεις και για την εμορφιά του,
για την λεπτή εμορφιά του που αγαπήσαμε.

Πάντοτε ωραία και μουσικά τα ελληνικά σου είναι.
Όμως την μαστοριά σου όληνα τη θέμε τώρα.
Σε ξένη γλώσσα η λύπη μας κ' η αγάπη μας περνούν.
Το αιγυπτιακό σου αίσθημα χύσε στην ξένη γλώσσα.

Ραφαήλ, οι στίχοι σου έτσι να γραφούν
που νάχουν, ξέρεις, από την ζωή μας μέσα των,
που κι ο ρυθμός κ' η κάθε φράσις να δηλούν
που γι' Αλεξανδρινό γράφει Αλεξανδρινός.


Στ!) Εν μηνί Αθήρ
Εδώ ο Καβάφης  ζωγραφίζει , σχεδόν ψυχογραφεί , κάποιον που δύσκολα σε μια επιτύμβια πλάκα καταφέρνει και διακρίνει  .

Εν Τω Μηνί Αθύρ

Με δυσκολία διαβάζω στην πέτρα την αρχαία.
«Κύ[ρι]ε Ιησού Χριστέ». Ένα «Ψυ[χ]ήν» διακρίνω.
«Εν τω μη[νί] Αθύρ» «Ο Λεύκιο[ς] ε[κοιμ]ήθη».
Στη μνεία της ηλικίας «Εβί[ωσ]εν ετών»,
το Κάππα Ζήτα δείχνει που νέος εκοιμήθη.
Μες στα φθαρμένα βλέπω «Αυτό[ν]... Αλεξανδρέα».
Μετά έχει τρείς γραμμές πολύ ακρωτηριασμένες·
μα κάτι λέξεις βγάζω - σαν «δ[ά]κρυα ημών», «οδύνην»,
κατόπιν πάλι «δάκρυα», και «[ημ]ίν τοις [φ]ίλοις πένθος».
Με φαίνεται που ο Λεύκιος μεγάλως θ' αγαπήθη.
Εν τω μηνί Αθύρ ο Λεύκιος εκοιμήθη.



Ζ! ) Ιγνατίου τάφος  . Ομιλεί ο ίδιος ο Κλέων , Αλεξανδρινός νέος 28 ετών με έκλυτο βίο που τα αρνείται όλα και ζει στην ασφάλεια του Χριστού ως αναγνώστης Ιγνάτιος .

 Ιγνάτιου τάφος

Εδώ δεν είμαι ο Κλέων που ακούσθηκα
στην Αλεξάνδρεια (όπου δύσκολα ξιπάζονται)
για τα λαμπρά μου σπίτια, για τους κήπους,
για τ' άλογα και για τ' αμάξια μου,
για τα διαμαντικά και τα μετάξια που φορούσα.
Άπαγε· εδώ δεν είμαι ο Κλέων εκείνος·
τα εικοσιοκτώ μου χρόνια να σβυσθούν.
Είμ' ο Ιγνάτιος, αναγνώστης, που πολύ αργά
συνήλθα· αλλ' όμως κ' έτσι δέκα μήνες έζησα ευτυχείς
μες στην γαλήνη και μες στην ασφάλεια του Χριστού
 
Η! ) Το ποίημα « Εις το Επίνειον » αναφέρεται σε ένα άγνωστο νέο που φτάνει με πλοίο σε ένα συριακό λιμάνι νεκρός .

 
 

 
Θ! ) Το «Λάνη τάφος»  είναι ιδιαίτερο καθώς απευθύνεται στον Μάρκο που είχε αγαπήσει πολύ τον Λάνη και έρχεται και κλαίει στον τάφο του .
«Λάνη τάφος»
Ο Λάνης που αγάπησες εδώ δεν είναι, Μάρκε,
στον τάφο που έρχεσαι και κλαις, και μένεις ώρες κι ώρες.
Τον Λάνη που αγάπησες τον έχεις πιο κοντά σου
στο σπίτι σου όταν κλείεσαι και βλέπεις την εικόνα,
που αυτή κάπως διατήρησεν ό,τ’ είχε που ν’ αξίζει,
που αυτή κάπως διατήρησεν ό,τ’ είχες αγαπήσει.

Θυμάσαι, Μάρκε, που έφερες από του ανθυπάτου
το μέγαρον τον Κυρηναίο περίφημο ζωγράφο,
και με τι καλλιτεχνικήν εκείνος πανουργία
μόλις είδε τον φίλο σου κ’ ήθελε να σας πείσει
που ως Υάκινθον εξ άπαντος έπρεπε να τον κάμει
(μ’ αυτόν τον τρόπο πιο πολύ θ’ ακούονταν η εικών του).

Μα ο Λάνης σου δεν δάνειζε την εμορφιά του έτσι·
και σταθερά εναντιωθείς είπε να παρουσιάσει
όχι διόλου τον Υάκινθον, όχι κανέναν άλλον,
αλλά τον Λάνη, υιό του Pαμετίχου, Aλεξανδρέα.




Ι! ) Επιτύμβιον Αντιόχου, βασιλέως Κομμαγηνής . Για το επιτύμβιο αυτό δεν αρκούν τα λίγα λόγια με τα οποία σας το έδωσα στο Facebook . Σας παραπέμπω  στο   http://www.enet.gr/?i=news.el.article&id=152233 όπου στο άρθρο της Ελευθεροτυπίας  Καβάφης: ««Ελλην» ή «Ελληνικός»» του



Επιτύμβιον Αντιόχου, βασιλέως Κομμαγηνής

Μετά που επέστρεψε, περίλυπη, απ' την κηδεία του,
η αδελφή του εγκρατώς και πράως ζήσαντος,
του λίαν εγγραμμάτου Αντιόχου, βασιλέως
Κομμαγηνής, ήθελ' ένα επιτύμβιον γι' αυτόν.
Κι ο Εφέσιος σοφιστής Καλλίστρατος - ο κατοικών
συχνά εν τω κρατιδίω της Κομμαγηνής,
κι από τον οίκον τον βασιλικόν
ασμένως κ' επανειλημμένως φιλοξενηθείς-
το έγραψε, τη υποδείξει Σύρων αυλικών,
και το έστειλε εις την γραίαν δέσποιναν.

«Του Αντιόχου του ευεργέτου βασιλέως
να υμνηθεί επαξίως, ω Κομμαγηνοί, το κλέος.
Ήταν της χώρας κυβερνήτης προνοητικός.
Υπήρξε δίκαιος, σοφός, γενναίος.
Υπήρξεν έτι το άριστον εκείνο, Ελληνικός -
ιδιότητα δεν έχ' η ανθρωπότης τιμιοτέραν·
εις τους θεούς ευρίσκονται τα πέραν.»



 





 Ια !)  «Μύρης Αλεξάνδρεια του 340 μ . χ» Ο Μύρης νέος χριστιανός που ζούσε όμως έκλυτα όπως και άλλοι χριστιανοί και εθνικοί .


 

Μύρης· Αλεξάνδρεια του 340 μ.Χ.

 

Την συμφορά όταν έμαθα, που ο Μύρης πέθανε,
πήγα στο σπίτι του, μ'όλο που το αποφεύγω
να εισέρχομαι στων Χριστιανών τα σπίτια,
προ πάντων όταν έχουν θλίψεις ή γιορτές.

Στάθηκα σε διάδρομο. Δεν θέλησα
να προχωρήσω πιο εντός, γιατί αντελήφθην
που οι συγγενείς του πεθαμένου μ' έβλεπαν
με προφανή απορίαν και με δυσαρέσκεια.

Τον είχανε σε μια μεγάλη κάμαρη
που από την άκρην όπου στάθηκα
είδα κομμάτι· όλο τάπητες πολύτιμοι,
και σκεύη εξ αργύρου και χρυσού.

Στέκομουν κ' έκλαια σε μια άκρη του διαδρόμου.
Και σκέπτομουν που η συγκεντρώσεις μας κ' η εκδρομές
χωρίς τον Μύρη δεν θ' αξίζουν πια·
και σκέπτομουν που πια δεν θα τον δω
στα ωραία κι άσεμνα ξενύχτια μας
να χαίρεται, και να γελά, και ν' απαγγέλλει στίχους
με την τελεία του αίσθησι του ελληνικού ρυθμού·
και σκέπτομουν που έχασα για πάντα
την εμορφιά του, που έχασα για πάντα
τον νέον που λάτρευα παράφορα.

Κάτι γρηές, κοντά μου, χαμηλά μιλούσαν για
την τελευταία μέρα που έζησε -
στα χείλη του διαρκώς τ' όνομα του Χριστού,
στα χέρια του βαστούσ' έναν σταυρό. -
Μπήκαν κατόπι μες στην κάμαρη
τέσσαρες Χριστιανοί ιερείς, κ' έλεγαν προσευχές
ενθέρμως και δεήσεις στον Ιησούν,
ή στην Μαρίαν (δεν ξέρω την θρησκεία του καλά).

Γνωρίζαμε, βεβαίως, που ο Μύρης ήταν Χριστιανός.
Από την πρώτην ώρα το γνωρίζαμε, όταν
πρόπερσι στην παρέα μας είχε μπει.
Μα ζούσεν απολύτως σαν κ' εμάς.
Απ' όλους μας πιο έκδοτος στες ηδονές·
σκορπώντας αφειδώς το χρήμα του στες διασκεδάσεις.
Για την υπόληψι του κόσμου ξένοιαστος,
ρίχνονταν πρόθυμα σε νύχτιες ρήξεις στες οδούς
όταν ετύχαινε η παρέα μας
να συναντήσει αντίθετη παρέα.
Ποτέ για την θρησκεία του δεν μιλούσε.
Μάλιστα μια φορά τον είπαμε
πως θα τον πάρουμε μαζύ μας στο Σεράπιον.
Όμως σαν να δυσαρεστήθηκε
μ' αυτόν μας τον αστεϊσμό: θυμούμαι τώρα.
Α κι άλλες δυο φορές τώρα στον νου μου έρχονται.
Όταν στον Ποσειδώνα κάμναμε σπονδές,
τραβήχθηκε απ' τον κύκλο μας, κ' έστρεψε αλλού το βλέμμα.
Όταν ενθουσιασμένος ένας μας
είπεν, Η συντροφιά μας νάναι υπό
την εύνοιαν και την προστασίαν του μεγάλου,
του πανωραίου Απόλλωνος - ψιθύρισεν ο Μύρης
(οι άλλοι δεν άκουσαν) «τη εξαιρέσει εμού».

Οι Χριστιανοί ιερείς μεγαλοφώνως
για την ψυχή του νέου δέονταν. -
Παρατηρούσα με πόση επιμέλεια,
και με τι προσοχήν εντατική
στους τύπους της θρησκείας τους, ετοιμάζονταν
όλα για την χριστιανική κηδεία.
Κ' εξαίφνης με κυρίευσε μια αλλόκοτη
εντύπωσις. Αόριστα, αισθανόμουν
σαν νάφευγεν από κοντά μου ο Μύρης·
αισθανόμουν που ενώθη, Χριστιανός,
με τους δικούς του, και που γένομουν
ξένος εγώ, ξένος πολύ· ένοιωθα κιόλα
μια αμφιβολία να με σιμώνει: μήπως κ' είχα γελασθεί
από το πάθος μου, και πάντα του ήμουν ξένος. -
Πετάχθηκα έξω απ' το φρικτό τους σπίτι,
έφυγα γρήγορα πριν αρπαχθεί, πριν αλλοιωθεί
απ' την χριστιανοσύνη τους η θύμηση του Μύρη.



Ιβ! ) « Εις τα περίχωρα της Αντιοχείας »  Το τέμενος του Απόλλωνος το οποίο ήταν στο προάστιο Δάφνη της Αντιόχειας  ενοχλείτε από την γειτνίαση του με το χριστιανικό  νεκροταφείο . Ο αυτοκράτορας Ιουλιανός διέταξε να μεταφερθεί το νεκροταφείο και ο Καβάφης το λέει και δεν το λέει  πως οι χριστιανοί έκαψαν το τέμενος του Απόλλωνος είπαν.. (πως η φωτιά ήταν βαλτή από εμάς τους Χριστιανούς . Δεν αποδείχθηκε· ας πάει να λέει.


Εις τα περίχωρα της Αντιοχείας


 Σαστίσαμε στην Αντιόχειαν όταν μάθαμε
τα νέα καμώματα του Ιουλιανού.

Ο Απόλλων εξηγήθηκε με λόγου του, στην Δάφνη!
Χρησμό δεν ήθελε να δώσει (σκοτισθήκαμε!),
σκοπό δεν τόχε να μιλήσει μαντικώς, αν πρώτα
δεν καθαρίζονταν το εν Δάφνη τέμενός του.
Τον ενοχλούσαν, δήλωσεν, οι γειτονεύοντες νεκροί.

Στην Δάφνη βρίσκονταν τάφοι πολλοί.-
Ένας απ' τους εκεί ενταφιασμένους
ήταν ο θαυμαστός, της εκκλησίας μας δόξα,
ο άγιος, ο καλλίνικος μάρτυς Βαβύλας.

Αυτόν αινίττονταν, αυτόν φοβούνταν ο ψευτοθεός.
Όσο τον ένοιωθε κοντά δεν κόταε
να βγάλει τους χρησμούς του· τσιμουδιά.
(Τους τρέμουνε τους μάρτυράς μας οι ψευτοθεοί).

Ανασκουμπώθηκεν ο ανόσιος Ιουλιανός,
νεύριασε και ξεφώνιζε: «Σηκώστε, μεταφέρτε τον,
βγάλτε τον τούτον τον Βαβύλα αμέσως.
Ακούς εκεί; Ο Απόλλων ενοχλείται.
Σηκώστε τον, αρπάξτε τον ευθύς.
Ξεθάψτε τον, πάρτε τον όπου θέτε.
Βγάλτε τον, διώξτε τον. Παίζουμε τώρα;
Ο Απόλλων είπε να καθαρισθεί το τέμενος.»

Το πήραμε, το πήγαμε το άγιο λείψανον αλλού·
το πήραμε, το πήγαμε εν αγάπη κ' εν τιμή.

Κι ωραία τωόντι πρόκοψε το τέμενος.
Δεν άργησε καθόλου, και φωτιά
μεγάλη κόρωσε: μια φοβερή φωτιά:
και κάηκε και το τέμενος κι ο Απόλλων.

Στάχτη το είδωλο· για σάρωμα, με τα σκουπίδια.

Έσκασε ο Ιουλιανός και διέδοσε -
τι άλλο θα έκαμνε - πως η φωτιά ήταν βαλτή
από τους Χριστιανούς εμάς. Ας πάει να λέει.
Δεν αποδείχθηκε· ας πάει να λέει.
Το ουσιώδες είναι που έσκασε.

Κωνσταντίνος Π. Καβάφης
 
Αποφάσισα και συμπλήρωσα όσα ποιήματα είχα αναρτήσει μισά και  ολοκληρώσω τη συλλογή των σχετικών με τάφους και νεκρούς ποιημάτων του  Κ. Καβάφη από το http://cavafis.compupress.gr/ την πλέον αξιόπιστη πηγή που βρήκα για τα έργα του Καβάφη στο του διαδίκτυο


Λεωνίδας Ορφανουδάκης

Δεν υπάρχουν σχόλια: