Translate

Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

ΠΑΤΑΡΙ ΛΟΓΟΤΕΧΝΩΝ

Στείλετε στο leonidasorf@gmail.com ένα κομμάτι από κάθε νέα έκδοση σας και θα το αναρτώ .

Κυριακή 20 Ιανουαρίου 2013

Εμπόλεμη Ζώνη "Ποιήματα "





              Κώστας  Χελμός
 

Εμπόλεμη  Ζώνη

 
Εδώ, στην  εμπόλεμη  ζώνη,
έχουν  αγριέψει  τα  πράγματα.
Περνάμε  δύσκολες  ώρες.
Ο  κόσμος  έχει  σκοτεινιάσει
και  δεν  βρίσκομε  μνήμη  να  κρατηθούμε,
λίγο  τόπο  ελεύθερο
να  ξεφορτώσουμε  το  μεγάλο  μας  πόνο,
το  παράπονο  της  ψυχής  και  τους  φόβους  μας.
Ακόμα  και  ο  πλανόδιος  θαυματοποιός,
-         αλήθεια  τον  θυμάσαι  στη  μικρή  μας  πλατεία;-
από  καιρό  σταμάτησε  να  βγάζει
μέσα  από  το  μαύρο  καπέλο  του
λευκά  περιστέρια  και  θαύματα.
Ελένη, χτες  περπατούσαμε  ευτυχισμένοι.
Ακούγαμε, σαν  εκκλησίασμα, τα  λόγια  σου
και  νομίζαμε  πως  μας  μιλούσε  ο  Θεός.
Σήμερα  η  μοναχική  μας  πορεία
γίνεται  αγωνία  και  πληγή  που  ματώνει.
Ποτάμι  που  κατεβάζει  όλους  μαζί  τους  θυμούς…
 

 

Χειμώνας

 
Ξαφνική  νεροσυρμή  από  δάκρυα
και  παρασέρνει  στη  θυμωμένη  θάλασσα
όλες  τις  μέρες  του  καλοκαιριού.
Τον  μυστικό  κελαϊδισμό  της  εφηβείας
και  το  μικρό  μου  όνειρο, που  σας  ορκίζομαι,
χωρούσε  στον  ίσκιο  μικρής  μαργαρίτας…
Με  γονάτισε  απόψε  η  βροχή
και  το  βάρος  της  απέραντης  θλίψης…
 
 

Τα  στεφάνια  του  Μάη

 
Περιπλανήθηκα  στην  εξοχή  και  μάζεψα
χιλιάδες  άγρια  λουλούδια
και  φτιάχνω  τώρα  τα  στεφάνια
να  τα  κρεμάσω  τη  νύχτα  στις  πόρτες,
να  τα  δουν  το  πρωί  που  θα  ξυπνήσουν
και  να  χαρούνε  τα  παιδιά  όλου  του  κόσμου.
Το  αξίζουν  τα  παιδιά  μας  ένα  χαμόγελο
κι’ ένα  στεφάνι  του  Μάη  στην  πόρτα  τους.
 
 
 
 

Συμπτώσεις

 

Κοίτα  πως  έρχονται  τα  πράγματα.

Εκεί  που  ήτανε  εγώ  να  σου  μιλήσω,
κάθομαι  τώρα  και  σ’ ακούω
και  λες,  ακριβώς,  τα  ίδια
που  ήθελα  από  καιρό  να  σου  τα  πω.
 
 

 

Ο  άνεργος       

 

Περισσεύουν  τα  χέρια  στον  άνεργο

και  δεν  ξέρει  που  να  τα  κρύψει.
Περισσεύει  η  καρδιά  του  στον  άνεργο
και  δεν  ξέρει  τι  να  την  κάμει.
Κάθε  μέρα  και  κάθε  νύχτα
με  την  πλάτη  ακουμπισμένη  στον  τοίχο
τον  σταυρώνει  αλύπητα  η  ανεργία
και  δίπλα  το  ξεθωριασμένο  βιογραφικό  του.
Ιησούς  Χριστός
του  Ιωσήφ  και  της  Μαρίας.
Ξυλουργός. Ετών  τριάντα  τρία.
Άνεργος…
 

 

 

Ποτέ  δεν  κράτησα

 
Ποτέ  δεν  κράτησα  στο  χέρι  μου
όπλο  γεμάτο  ή  μαχαίρι.
Ένα  γαρύφαλλο  έχω  μαζί  μου
και  ψάχνω  το  χέρι  σου  να  στο  χαρίσω.
Α!  ναι…Κι’ ένα  παγούρι  με  νερό.
Στους  πληγωμένους  πηγαίνω  που  διψάνε…  
 
 
                              
 

   Μάρτυρας  ένας

  ( Στη  συντροφιά  της  Τετάρτης.)
 
….Και  μέχρι  τις  πρωινές  ώρες
δεν  ακούστηκαν  άλλοι  πυροβολισμοί.
Σπίτια  σφραγισμένα, δρόμοι  κλειστοί
και  μονάχα  ένα  λειψό  φεγγάρι
επιμένει  να  φωτίζει  το  αίμα
που  λιμνάζει  στη  μέση  του  δρόμου
και  δίπλα  το  ποίημα  φοβισμένο
σαν  ορφανό  σε  ξένη  αυλή,
μάρτυρας  που  έζησε  το  φονικό.
Μάρτυρας  ένας;  Ίσον  κανένας,
θα  υποστηρίξει  αύριο  η  υπεράσπιση.
Και  άντε  τώρα  εσύ  να  ησυχάσεις
πως  σύντομα  δεν  θα  δευτερώσει  το  κακό…
 

Σαν  το  κορίτσι

 
Σαν  το  κορίτσι  που  δοκιμάζει  στα  κρυφά
το  φόρεμα  και  τα  τακούνια  της  μητέρας
και  καμαρώνει  γυναίκα  στον  καθρέφτη,
ίδια  η  μυγδαλιά  μας  στην  αυλή
βιάζεται  πολύ  να  μεγαλώσει.
Μη  την  προλάβει  δίχως  άνθη.
Μη  την  προλάβει  και  τούτη  τη  χρονιά
χωρίς  το  νυφικό  της  ο  Φλεβάρης…
 
 

Ο  μάγος

 
Θα  σπουδάσω  την  τέχνη  του  μάγου
να  εξαφανίσω  τον  κόσμο  από  τα  μάτια  σου.
Ίσως  τότε  να  με  κοιτάξεις  καλύτερα.
Ίσως  τότε  θα  μπορέσω  να  τα  διαβάσω…

 

Μαρτυρία

 
Είδα  τη  φωτιά  να  σηκώνεται
κόκκινες  στήλες  στον  ουρανό.
Είδα  το  δάσος  να  φλέγεται
και  τα  πουλιά  να  φεύγουν  τρομαγμένα.
Κι’ ύστερα  τίποτα. Μαύροι  κορμοί
και  τέφρα  πολύ  που  κάλυψε
τα  μάτια  μου  και  την  ψυχή.
Τα  πουλιά  συλλογιέμαι  απόψε
που  δεν  βρίσκουν  κλαδί  να  κουρνιάσουν,
να  σταθούν  και  να  πούνε  τραγούδια…
 
 
 

Ενθάδε  κείται

 
Όταν  φτάσεις  στην  άκρη  του  κοιμητηρίου
σταμάτησε  στον  χορταριασμένο  τάφο
με  τον  ξύλινο  σταυρό  να  σου  θυμίζει.
Ενθάδε  κείται  ο  ποιητής.
Άναψε  το  φτωχό  καντηλάκι
και  διάβασε  δυνατά  ένα  του  ποίημα,
να  το  ακούσει  εκεί  κάτω  και  να  χαρεί.
Να  πιστέψει  πως  όλοι  μας  εδώ,
τον  αγαπάμε  πολύ  και  τον  θυμόμαστε.
 
 
 
 
        

Τα  χελιδόνια

 
                          
Με  συγχωρείς.  Δεν  ήξερα  πως  το  μπαλκόνι  σου
το  πιάσανε  τα  χελιδόνια  με  τις  φωλιές  τους.
Δεν  ήξερα,
πως  ήρθανε  τόσο  νωρίς  τα  χελιδόνια.
Δεν  ήξερα,  πως  με  προλάβανε  τα  χελιδόνια…
 
 

 

Ειρήνη

 
Όταν  σωπαίνουν  τα  όπλα
και  υποχωρούν  οι  φόβοι  της  νύχτας
βγάζω  τα  ποιήματα  στην  εξοχή.
Τα  σκορπίζω, όπως  ένα  κοπάδι  πρόβατα
και  χαίρονται  σαν  τα  μικρά  παιδιά.
Σκαλώνουν  στα  δένδρα,  διακλαδίζονται
και  βγάζουν  πράσινα  φύλλα,
άνθη  και  καρπούς  για  τους  «πεινώντας»
και  καθώς  κυλάνε  στις  αυλακιές  της  μνήμης
τα  ξεχασμένα  τραγούδια  της  αγάπης,
ο  κόσμος  γίνεται  ομορφότερος.
 

 

Η  αλήθεια

 
Όσο  κι’ αν  μας  ξενίζει  κάποτε
κι’ αν  μας  πονά  και  μας  πικραίνει,
τουλάχιστον  εμείς  οι  ποιητές,
θα  πρέπει  να  λέμε  την  αλήθεια.
Και  προπαντός  να  την  παραδεχόμαστε…
 
 
 

Επίλογος

 
Κι’ ύστερα  τίποτα…
Υγρό  και  σαν  άρρωστο  το  φθινόπωρο
κατεβαίνει  την  οδό  Σταδίου
και  στην  πεινασμένη  παλάμη  του  ζητιάνου
αφήνει  τις  κρύες  σταγόνες  της  βροχής.
Τα  μάτια  σου  μοιάζουνε  σήμερα
με  σπίτια  ερείπια  και  άδειες  παραλίες.
Με  το  λυπημένο  απόγευμα  της  Κυριακής.
Με  κλεψύδρες  που  συνέχεια  στάζουν…
 

 

 

Περιμένοντας  την  άνοιξη

 
Ακουμπώ  το  αυτί  μου  στο  χώμα,
απαράλλαχτα  σαν  τον  μικρό  Ινδιάνο
για  ν’ ακούσω  τον  καλπασμό  της  άνοιξης,
να  γεμίσει  και  φέτος  η  καρδιά  μου
με  ουρανό  καθαρό  και  λουλούδια.
Να  γεμίσει  ο  αιθέρας,  με  απαλό  «αλληλούια».
Οι  αυλές  του  κόσμου  με  φως,
με  γέλια  παιδικά  και  με  παιχνίδια…
 
 

 

Πλησίασε  και  μίλα  μου

 
Με  τα  χωράφια  σχεδόν  αγεώργητα
σε  τι  θερισμό  θέλεις  να  ελπίζομε;
Πλησίασε  και  μίλα  μου  τρυφερά,
όπως  τότε  που  στα  μάτια  σου
κουβαλούσες  μάτσα – μάτσα  τον  ήλιο
και  στην  καρδιά  σου  τον  ουρανό.
Μην  αφήνεις  να  με  τυλίξουν  απόψε
οι  πένθιμες  σκιές  του  δειλινού
και  την  κρύα  υγρασία  της  αμφιβολίας
να  ποτίζει  με  θάνατο  την  ψυχή  μου.
Πλησίασε  και  μίλα  μου  όπως  και  τότε
που  άνοιγες, φτερούγες, την  καρδιά  σου
και  μας  ζέσταινες  τις  νύχτες  του  χειμώνα.
Μνήμες  που  αλωνίζουν  αχαλίνωτες
καθώς  ανεβαίνει  ο  πυρετός  της  μοναξιάς…
 
 

 

Νίκησε  η  ζωή

 
Τούτος  ο  γαλαξίας  στον  ουρανό
μοιάζει  κλωνάρι  ανθισμένης  πασχαλιάς
γεμάτος  όνειρα  και  υποσχέσεις.
Αγγίζουμε  τα  χέρια  μας  και  τραγουδάμε.
Κοιτάζει  ο  ένας  τα  μάτια  του  άλλου
και  πάλι  τραγουδάμε. Στα  χείλη  μας
άνθισε  το  ζεστό  μας  χαμόγελο
και  νίκησε  η  ζωή  τη  μοναξιά.
Εάν  σου  μένει  λίγος  καιρός
έλα  να  μου  εξηγήσεις  απόψε
τα  όνειρα  της  μικρής  τριανταφυλλιάς…
 
 

 

Ποιητές  και  στίχοι

 
Τόσοι  ποιητές  και  μας  δανείζουν  τους  στίχους.
Τόσοι  στίχοι  και  δεν  γεμίζουν  την  ερημιά  μας.
Κάποιοι  μάλιστα  επιστρέφουν  οργισμένοι
για  να  πάρουν  εκδίκηση. Ξέρεις,  κάποιες  φορές,
είναι  και  οι  στίχοι  που  εκδικούνται.
 
 
 

Αν  ήσουνα

 
Αν  ήσουνα,  λεει,  μια  λέξη  μικρή
σε  Βυζαντινό  μας  τροπάριο
κι’ αν  ήμουνα  ένας  στίχος  απλός
σε  δημοτικό  μας  τραγούδι
θα  συναντιόμασταν  το  δεκαπενταύγουστο
στο  πανηγύρι  της  Παναγίας… 
 
 

 

Επιθυμία

 
Ασφαλώς
και  δεν  είμαι  ο  Μέγας  Αλέξανδρος.
Όμως,
θα  ήθελα  έναν  Βουκεφάλα.
Έφιππος,
με  την  πανοπλία  των  είκοσι  χρονών,
πρωί  να  ξεκινήσω  την  πολιορκία
και  μέχρι  να  πέσει  ο  ήλιος
να  σ’ έχω  νικήσει.
Όνειρο  νεανικό  ξεθωριασμένο
που  τώρα  κυματίζει  μεσίστιο. 
 
 

 

 Σχόλιο

 
Άφηνε  την  πόρτα  ορθάνοιχτη
στον  άνεμο, στα  βλέμματα, στο  χιονιά
και  χωρίς  να  ντρέπεται  καθόλου
έβαφε  τις  λέξεις  με  ηδονή
και  μιλούσε  χωρίς  να  φοβάται.
Το  πρόβλημα  παραμένει  δικό  μας
και  μην  το  φορτώνουμε,  στον  εξ  Αλεξανδρείας
ποιητή,  Κωνσταντίνο  Καβάφη… 
 
 

Τετράστιχο

 
Ποιήματα  διάβασα  πολλά,
όμως,  αποστήθισα  ένα.
Εκείνο  που  φωτίζεται
      με  το  φως  της  αγάπης.
 
 

 

Ταξιδεύω

 
Ίδια,  σαν  το  μικρό  παιδί,  ζωγράφισα
χρωματιστό  καράβι  στο  χαρτί.
Έγραψα  στην  πλώρη  τ’ όνομά  σου
και  βράδυ  το  έριξα  στη  θάλασσα.
Μπήκα  κι’ εγώ  και  άνοιξα  πανιά.
Από  τότε  μαζί  σου  ταξιδεύω
χωρίς  να  λογαριάζω  τον  καιρό.
 

 

Γίνανε

 
Γίνανε  βαρύ  φορτίο  στους  ώμους  μου
τα  πέτρινα  χρόνια, η  σιωπή  και  η  νύχτα
και  ψάχνω  το  ασβεστωμένο  πεζούλι
να  ξεφορτώσω  τη  μεγάλη  μου  κούραση,
το  παράπονο  της  ψυχής  και  τον  πόνο.
Να  κατέβω, παιδί, στην  παραλία
και  πύργους  να  φτιάχνω  στην  άμμο
μέχρι  να  γυρίσει  το  καράβι  της  αγάπης.
Ακουμπάς  το  χέρι  σου  στην  καρδιά  μου
και  στα  μάτια  σου  φτερουγίζουν  πουλιά.
Με  τα  χέρια  σχηματίζομε  πελώριο  τόξο
να  περάσει  η  Οφηλία  με  το  λευκό  νυφικό  της.

 

 
 

Φρόντισε

 
Στον  ποιητή  Μιχάλη  Δελησάββα
με  αφορμή  το  ποίημά  του  «ΚΑΤΑΝΟΗΣΗ»
 

Δεν  ξέρω  αν  τα  έγραψες  όλα

όπως  ακριβώς  σου  τα  είπε,
ή  σκόπιμα  μερικά  τα  προσπέρασες
για  να  χωρέσει  δήθεν  ο  καημός
και  το  θλιμμένο  της  ζωής  παραμύθι
σε  δυο,  ή  τρεις  αράδες  της  ιστορίας.
Ειλικρινά  δεν  ξέρω.  Όμως,  τώρα
που  όλα  ολισθαίνουν  στη  λήθη,
φρόντισε  να  κρατήσεις  αλώβητη
την  ψίχα  του  μύθου.  Και  σου  θυμίζω,
η  ανεπάρκεια  της  αλήθειας  θεραπεύεται
με  περισσότερο  φως  πάνω  στα  έργα…
 
 
 

Η  Ποίηση

 
Τόσοι  ποιητές  και  παραμένουν  στ’ αζήτητα.
Τόσα  ποιήματα  σε  υπόγεια  σκοτεινά
με  δυο  δάχτυλα  σκόνη  στη  ράχη  τους
περιμένουν  τη  δική  τους  ανάσταση.
Και  η  βροχή, βροχή.
Η  υγρασία  να  ποτίζει  τους  τοίχους.
Όμως, η  δίψα  μας, δίψα
και  η  ποίηση, ποίηση.
Η  νύχτα  μεγάλη  και κρύα,
ο  δρόμος  μακρύς  κι’ όποιος
τον  περπάτησε  ανυπόδητος  πληγώθηκε.
Ο  πόνος  μας, πάντα  πόνος
και  η  ποίηση, ποίηση.
Σιωπή  και  μέγας  ο  φόβος
και  πάνω  στα  κρύα  μας  χείλη
η  πικρή  γεύση  της  ερήμου.
Όμως  η  ποίηση,  ποίηση…
 
 
 

 

Μνήμη

 
Τουλάχιστον  κράτησε  στη  μνήμη  σου
ένα  φιλί,
για  τις  μεγάλες  νύχτες  της  μοναξιάς
που  σύντομα  θά ’ρθουν.
 
 
 

Κοιτάζοντας  το  λουλούδι

 
Προνόμιο  μέγα  των  ποιητών
το  λίγο  να  ζούνε  με  χαρά,
το  άλλο, το  πολύ,  με  λύπη.
Κοιτάζοντας  το  λουλούδι  που  μου  χάρισες
σταμάτησε  μέσα  μου  ένας  λυγμός.
Σταμάτησε  το  δάκρυ  μου  στο  βλέφαρο…
 
 
 
Ας  μπορούσαμε
 
Ας  μπορούσαμε  κάποτε να  επιστρέψουμε
στην  αυλή  της  παιδικής  ηλικίας
και  νά’χουμε  μπροστά  μας  τη  ζωή,
για  την  αγάπη, για  τα  λάθη, για  τη  συγνώμη
και  να  μη  ζούμε  στο  σκοτεινό  λαγούμι
με  μόνη  διέξοδο  το  θάνατο…
 
 

Ζήλια

 
Τούτος,  ο  άνεμος  ο  δυνατός
που  εγκατέλειψε  το  βουνό  και  τα  έλατα
και  κατέβηκε  κρυφά  στην  αυλή  μας,
παίζει  με  το  καινούριο  σου  φόρεμα.
Παίζει  με  τα  μαλλιά  σου  και  τα  νεύρα  μου…

 

 

 

Ένα  Δένδρο

 
Ένα  δένδρο  μικρό  λουλουδιασμένο
που  κανένας  δεν  ξέρει  να  πει  τ’ όνομά  του
με  γέμισε  σήμερα  με  φως  και  γαλήνη
και  διασχίζω  την  έρημο  τραγουδώντας
με  τον  ήλιο  να  κρέμεται  στην  πλάτη  μου,
όπως  το  ταγάρι  του  βοσκού
κι’ όπως  η  σάκα  του  μαθητή
με  το  Ελληνικό  μας  αλφάβητο…
 
 
 

 

Ικετεύω

 
Είναι  στιγμές  που  το  πιστεύω
πως  είμαι  το  κέντρο  του  σύμπαντος.
Εξουσιάζω  όλο  τον  κόσμο
κι’ ας  μην  έχω,  παρά,  μια  βρύση  στην  αυλή
που  ξέρει  μονάχα  να  τραγουδάει.
Ικετεύω, προσεύχομαι  και  το  θέλω
να  γίνω  κάποτε  ένα  πλατάνι.
Να  γίνω  μια  βρύση  στη  έρημο.
Νά ’ρχεται  ο  στρατοκόπος  να  ξεκουράζεται.
Νά ’ρχονται  τα  πουλιά  να  ξεδιψάνε.
Νά ’ρχονται  και  τα  λουλούδια  να  δροσίζονται…
 
 

 

Άργησες

 
Άργησες  και  σε  ψάχνουν  τα  μάτια  μου
στους  κουρασμένους  δρόμους  της  πόλης.
Ξέρεις, δεν  σπούδασα  χαρακτική
κι’ όμως,  τις  ώρες  της  αναμονής
σκαλίζω  με  τα  καυτά  μου  δάκρυα
πάνω  στο  φρέσκο  ξύλο
τη  γλυκιά  και  λυπημένη  μορφή  σου.
Το  πρόσωπο  με  το  ζεστό  σου  χαμόγελο
που  γεμίζει  με  φως  το  δωμάτιο.
Τα  λόγια  μου  απόψε  θαμπά
και  μοιάζουν  με  αμφορέα  που  ράγισε…
 
 

Άνοιξη
 
Ανοίγω  πρωί  το  παράθυρο
που  βλέπει  στον  απέναντι  λόφο.
Κατακλυσμός  από  λουλούδια  και  χρώματα
και  στάχυα  πράσινα  στους  αγρούς.
Ένα  μεγάλο  ποτάμι  ομορφιάς
που  διασχίζει  το  σκότος  της  νύχτας.
Μέσα  μου  και  γύρω  μου  φως.
Και  άντε  τώρα  να  αμφισβητήσεις
την  άνωθεν  χρυσή  ευλογία…
 
 

 

Το  μνημείο  των  πεσόντων

 
Πρέπει  να  συμμαζέψουμε  σήμερα
το  παραμελημένο  μνημείο  των  πεσόντων.
Αύριο  θα  παρελάσουν  τα  παιδιά
με  τις  χάρτινες  σημαιούλες  στο  χέρι.
Να  μην  το  δουν  χορταριασμένο.
Να  μην  το  δουν  αφρόντιστο  και  λυπηθούνε…
 
 
 

Πως  ζούνε

 
Τούτο  το  σπίτι  που  μου  δώσανε
να  περάσω  κι΄ απόψε  τη  νύχτα
δεν  έχει  παράθυρα. Δεν  έχει  φεγγίτες
και  πληθαίνει  στο  δωμάτιο  το  σκοτάδι.
Δεν  υπάρχει  στο  τοίχο  εικονοστάσι
και  καντήλι  να  καίει  μέρα  και  νύχτα.
Δεν  υπάρχουν  σκόρπια  παιχνίδια  στο  πάτωμα
και  το  ηλεκτρικό  από  καιρό  κομμένο.
Απορίας  άξιον,  πως  μεγαλώνουν 
χωρίς  παιχνίδια  τα  παιδιά  και  πως,
οι  μεγάλοι  ζούνε  δίχως  Θεό…
 
 

 

Το  μυθιστόρημα

 
Συμβαίνει, διαβάζοντας  το  μυθιστόρημα
να  θέλουμε  κάπως  αλλιώς  να  τελειώνει.
Έτσι  συχνά  και  στη  ζωή  μας 
δεν  συμφωνούμε  με  το  τέλος  της.
Έλα  όμως
που  άλλος  έγραψε  το  μυθιστόρημα
κι’ άλλος  ορίζει  τη  ζωή  μας…
 
 
 

Εκείνους  που  φοβάμαι

 
Είναι  στιγμές  που  φοβάμαι
εκείνους  που  κρησαρίζουν  την  ιστορία
και  στέλνουν  τους  αγαπημένους  των  θεών,
οι  τυφλοί,  τους  φωτισμένους,  στο  περιθώριο,
τους  επιφανείς  στην  αφάνεια.
Τι  ζούγκλα  μας  άφησες  και  φτιάξαμε  Θεέ  μου
και  βάλαμε  να  ζήσουν  τα  παιδιά  μας…
 
 

Ευτυχία
 
Αλήθεια,  τι  ευτυχία  και  για  μένα
να  μάθαινα  πως  ένας  δικός  μου  στίχος
έζησε,  έστω  και  τα  μισά  μου  χρόνια.
 
 
 

Η  χαμένη  Πανσέληνος

 
Επιτέλους,  τα  όπλα  έχουν  σιγήσει
και  κανένα  σύρσιμο  ερπετού
δεν  ακούγεται  στα  ξεραμένα  χόρτα.
Ούτε  φοβισμένο  φτεροκόπημα  στο  δάσος.
Τούτες  τις  ώρες,  της  απόλυτης  ησυχίας,
τα  ποιήματα  κυκλοφορούν  στους  αγρούς
και  μεταφέρουν  στους  ώμους  των
το  φως  και  τα  λουλούδια  της  άνοιξης
μαζί  και  τη  χαμένη  Πανσέληνο.
Περπατήσαμε  χιλιόμετρα  λασπωμένο  δρόμο
αφήνοντας  πίσω  μας  με  πόνο  ψυχής 
αμέτρητες  κόκκινες  παπαρούνες 
μέχρι  να  φτάσουμε  στο  λόφο 
με  τις  λευκές  μαργαρίτες  της  ειρήνης…
 
 
 

Να  συνυπάρχουμε

 
Όταν  τελειώνεις  το  γράψιμο
άφηνε  ανοιχτή  τη  σελίδα.
Θά ’ρχομαι  να  συνεχίζω  τα  βράδια.
Να  συνυπάρχουμε  στο  ίδιο  ποίημα…
 
 

Δεν  είμαι  ο  Χριστός

 
Η  ώρα  περασμένη  και  το  τηλέφωνο  χτυπά.
Φίλοι  καλοί  μου  λένε  να  φυλάγομαι.
Σε  ψάχνει  παντού  εκείνος  ο  Πιλάτος.
Όμως,  εγώ  δεν  είμαι  ο  Χριστός.
Ένας  ξεχασμένος  άθλιος
του  Βίκτορος  Ουγκώ  είμαι
και  γράφω  μικρά  ποιήματα.
Τα  δειλινά  βγαίνω  στις  γειτονιές
και  παίζω  με  τη  μικρή  φυσαρμόνικα
νησιώτικους  σκοπούς  και  μαντινάδες.
 

 

Μιλάς

Σε  κοιτάζω  που  ανθίζεις  όπως  η  άνοιξη.
Με  τα  χέρια  σου  συναρμολογείς  το  ποίημα
που  μοιάζει  βομβαρδισμένο  οχυρό.
Με  το  βλέμμα  σου  ηρεμείς  τη  θάλασσα
και  μας  μιλάς  με  τα  καλύτερα  λόγια.
Ονειρεύτηκα  έναν  κόσμο  που  δεν  τον  είδα,
έναν  τόπο  να  κατοικήσω  και  δεν  τον  βρήκα.
Μοιάζω  λουλούδι  πνιγμένο  στο  βούρκο.
Δεν  ξέρω  ποιος  άναψε  τη  φωτιά
και  φλέγεται  « Ο  μεγάλος  ερωτικός»  του  Χατζιδάκι.
 
 

 

Το  τηλέφωνο

 
Μέρες  και  δεν  χτυπάει  το  τηλέφωνο.
Τόσο  πολύ  του  έλειψε,  που  λεει  μέσα  του,
ας  ήτανε  να  το  ακούσω  σήμερα,
έστω  και  για  κακό  μαντάτο.
Κι’ ύστερα  πικρά  μετανοεί.
Κι’ ύστερα,
ντρέπεται  ακόμη  και  που  το  σκέφτηκε.
Το  τασάκι  γεμάτο  αποτσίγαρα.
Το  βλέμμα  λυπημένο. Το  φεγγάρι  γεμάτο.
Το  κοιτάζει  και  η  καρδιά  του  σκιρτάει.
 
 

 

 Με  λασπωμένες  λέξεις

 
Συνωστίζονται  μέσα  μου  στίχοι.
Συνωστίζονται  ποιήματα  γεμάτα  με  φως,
που  κάποτε  ζητάνε  διέξοδο,
απαράλλαχτα,  όπως  τα  υπόγεια  νερά
κι’ όπως  η  λάβα  του  ηφαίστειου.
Τότε,  αποκτούν  την  ιδιότητα  της  μουσικής
και  πλημμυρίζει  το  σύμπαν  με  νότες  και  φως.
Και  να  θυμάσαι:  Με  λασπωμένα  λουλούδια
δεν  φτιάχνεται  κανένας  Παράδεισος.
Με  λασπωμένες  λέξεις,  κανένας  ουρανός.
 
 

Ανθισμένη  αμυγδαλιά
 
Κορίτσι  μου, αμυγδαλιά  μου  ανθισμένη
μην  εμπιστεύεσαι  τον  άνεμο.
Όταν  φυσήξει,  θα  το  δεις.
Θα  σου  τινάξει  όλα  τα  λουλούδια.
Θα  μείνεις  δίχως  φόρεμα.
Κι’ είμαστε  ακόμα  στη  μέση  του  χειμώνα…
 
 
 

Έτσι  έζησα

 
Αν  έμαθα  γραφή  και  ανάγνωση
είναι  για  να  σου  γράφω  τραγούδια
και  να  διαβάζω  τα  δικά  σου  γράμματα.
Έτσι  έζησα.  Να  περιμένω  εσένα.
Αν  ήξερα  πως  δεν  θα  ερχόσουν  ποτέ,
εγώ  και  πάλι  θα  σε  περίμενα.
 
 

 

Ο  Χρόνος

 
Εκείνο  το  ρολόι  στο  καμπαναριό
έτσι  που  χτυπάει  συχνά  τις  ώρες
μοιάζει  να  σπρώχνει  δυνατά  το  χρόνο
να  προχωρήσει  με  βήματα  γοργά,
λες  και  τον  περιμένουν  κάπου  κι’ άργησε.
Λες  και  ξεχάστηκε  μαζί  μας  κι’ άργησε
 
 
 

Το  χαμόγελο

 
Αντιμετώπισα  κι’ εγώ  κατά  καιρούς
οπλισμένους  στρατιώτες  και  ληστές.
Τη  γνώση  των  δήθεν  σοφών
και  την  άγρια  δύναμη  του  πλούτου.
Όμως,  καλοκαίρι  και  Κυριακή
και  ντάλα  μεσημέρι  στην  παραλία,
με  νίκησε  το  δικό  σου  χαμόγελο…
 
 

 

Ήρθε  ο  καιρός

 
Λεω,  πως  επιτέλους,  ήρθε  ο  καιρός
να  διδάσκεται  σε  όλα  τα  σχολεία,
η  χρησιμότητα  του  γέλιου  και  των  δακρύων.
Να  ξεντυθούμε  τον  παλιό  μας  άνθρωπο,
όπως  το  φίδι  το  πουκάμισό  του.
Να  χτίσουμε  εξ  αρχής  την  αγάπη.
Να  είμαστε  προετοιμασμένοι  για  το  αναπάντεχο.
Ελεύθεροι  και  δίχως  αποσκευές
να  προχωρήσουμε  σαν  του  αγίους
πέρα  απ’ το  χρόνο  και  το  θάνατο.
 
 

 

Τα  θαύματα

 
Με  τη  λυχνία  του  μικρού  ανθρακωρύχου
θα  κατέβω  να  φωτίσω  την  άβυσσο
και  να  γεμίσω  τις  στοές  με  λουλούδια
όπως  ο  Θεός  τον  παράδεισο.
Στην  είσοδο  θα  κρεμάσω  το  στεφάνι
που  έφτιαξα  με  τους  στίχους  που  μάζεψα
στα  πλούσια  χωράφια  του  Ευαγγελίου.
Τέτοια  θαύματα, να  το  ξέρεις,  γίνονται
μονάχα  στις  καρδιές  των  ποιητών.
 
 

 

Το  Λευκό  τριαντάφυλλο

 
Τούτο  το  λευκό  τριαντάφυλλο
έτσι  που  με  κοιτάζει  επίμονα
μοιάζει  σα  να  θέλει  να  με  ρωτήσει
τι  κάνω  και  να  μου  σφίξει  το  χέρι.
Και  ψάχνω  τον  τρόπο,  να  του  πω
πως  είμαι  καλά  και  συνεχίζω
ν’ αντιστέκομαι  στους  άσχημους  καιρούς.
Είναι  όμορφο  να  ξέρεις
πως  νοιάζεται  και  ρωτάει  για  σένα
έστω  κι’ ένα  μικρό  λουλούδι
 
 
 

Μοναξιά

 

Με  σύγχρονα  υλικά  αντοχής

έχτισε  σιγά – σιγά  τη  μοναξιά  του,
χωρίς,  ένα  δενδράκι  μνήμης  στην  αυλή,
να  βγάζει  φύλλα  την  άνοιξη  και  άνθη,
να  ξεκουράζει  τη  σκέψη  και  το  βλέμμα  του.
Χιόνια  πολλά, τηλέφωνο  κομμένο
και  πως  να  του  στείλω  τις  ευχές
για  τον  καινούριο  χρόνο.  Κι’ ένα
κλωνάρι  ανθισμένης  πασχαλιάς,
να  του  θυμίσει  πως  η  άνοιξη  και  φέτος,
κατέβηκε  στις  αυλές  και  τον  ζητάει.
Πως  να  του  το  πω, πως  η  ζωή,
είν’ έξω  από  τα  τείχη  και  τον  περιμένει.
 
 

 

Η  άλλη  Ιφιγένεια

 
…Και  όμορφη  ήτανε  πολύ
και  Ιφιγένεια  την  έλεγαν, θυμάμαι.
Δεν  ήταν  κόρη  του  Αγαμέμνονα
και  ποτέ  της  δεν  πήγε  στην  Αυλίδα.
 
Πατέρας  της,  ο  μπαλωματής  της  γειτονιάς
και  παρόλο  που  άνεμος  καλός
φυσούσε  εκείνο  τον  καιρό,
την  ετοίμαζε  για  την  άλλη  θυσία.
Εκείνη  του  αταίριαστου  γάμου.
 
Κρίμα,  που  κανένας  ποιητής
δεν  έγραψε, έστω  και  λίγους  στίχους
για  τη  δική  της  περιπέτεια.
Κι’ ας  ήταν  όμορφη  πολύ
κι’ ας  την  έλεγαν, θυμάμαι,  Ιφιγένεια…
 
 
 



 

Δεν υπάρχουν σχόλια: