Translate

Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

ΠΑΤΑΡΙ ΛΟΓΟΤΕΧΝΩΝ

Στείλετε στο leonidasorf@gmail.com ένα κομμάτι από κάθε νέα έκδοση σας και θα το αναρτώ .

Δευτέρα 30 Αυγούστου 2010

Διχοτόμος στιγμή : Ποίημα από ανώνυμη

Ζωή γεμάτη αμβλυγώνιες αυταπάτες
μέρα – νύχτα κλωθογυρνάει
στον τροχό του λευκού τρωκτικού
με το φως, το νερό, το τηλέφωνο.
Όπισθεν° μέχρι ο τοίχος να ματώσει την πλάτη.
Να κοίτα! κάτι σα να 'χει τσιμεντώσει στο στέρνο μου.
Και πεινάω.
Βυζαίνω τοξικά απόβλητα
400 ολόκληρα χρόνια
πεινάω.

Ελπίζω, όμως, να...
Σε κείνη τη διχοτόμο στιγμή
που η μνήμη θα σταθεί πιο πάνω απ’ το μνημόνιο.
Ακούω τον τριγμό του βράχου
που- μάλλον- θα γίνει νησί.
Ξύνω με το νύχι τη ρωγμή.
Άκου να δεις...

Κυριακή 29 Αυγούστου 2010

ΜΗΔΕΙΑ ΤΟΥ ΕΥΡΙΠΙΔΗ

Αντιγράφω αποσπάσματα
από τα Λογοτεχνικά Επίκαιρα
Ἐπιλογὴ - ἀπόδοση
Θοδωρὴς Βοριᾶς

ΜΗΔΕΙΑ ΕΥΡΙΠΙΔΗ

στιχ. 85 - 88
[Παιδαγωγός: …τίς δ᾿ οὐχὶ θνητῶν; ἄρτι γιγνώσκεις τόδε͵
ὡς πᾶς τις αὑτὸν τοῦ πέλας μᾶλλον φιλεῖ͵
οἳ μὲν δικαίως͵ οἳ δὲ καὶ κέρδους χάριν͵
εἰ τούσδε γ᾿ εὐνῆς οὕνεκ᾿ οὐ στέργει πατήρ.]

Καὶ ποιὸς ἀπ’ τοὺς θνητοὺς δὲν ἔκανε τὰ ἴδια;
-Ἄφησε τὰ παιδιά του γι’ ἀλληνῆς κρεβάτι.-
Μάθε πὼς πάνω ἀπ’ ὅλους τὸν ἑαυτό μας ἀγαπᾶμε
ἄλλοι μὲ χίλια δίκια κι ἄλλοι γιὰ τὸ συμφέρον.

στιχ. 119 - 121
[Τροφός: …δεινὰ τυράννων λήματα καί πως
ὀλίγ᾿ ἀρχόμενοι͵ πολλὰ κρατοῦντες
χαλεπῶς ὀργὰς μεταβάλλουσιν.]

Φέρνουν δεινὰ οἱ ἀποφάσεις
ὅσων χωρὶς νὰ διοικοῦνται διοικοῦν
καὶ δύσκολα ἡ ὀργή τους μαλακώνει.


στιχ. 215 - 221
[Μήδεια: …οἶδα γὰρ πολλοὺς βροτῶν
σεμνοὺς γεγῶτας͵ τοὺς μὲν ὀμμάτων ἄπο͵
τοὺς δ’ ἐν θυραίοις· οἱ δ’ ἀφ’ ἡσύχου ποδὸς
δύσκλειαν ἐκτήσαντο καὶ ῥᾳθυμίαν.
δίκη γὰρ οὐκ ἔνεστ᾿ ἐν ὀφθαλμοῖς βροτῶν͵
ὅστις πρὶν ἀνδρὸς σπλάγχνον ἐκμαθεῖν σαφῶς
στυγεῖ δεδορκώς͵ οὐδὲν ἠδικημένος…]

Ξέρω πολλοὺς ἀνθρώπους,
ἄλλους τοὺς εἶδα καὶ γι’ ἄλλους ἔχω ἀκουστά,
ποὺ ἀπ’ τὸ ἤρεμο περπάτημα
τοὺς χαρακτήρισαν τεμπέληδες.
Τὸ δίκιο δὲ φωλιάζει στὰ μάτια τῶν θνητῶν·
δίχως νὰ μάθεις τί κρύβει κάποιος στὴν καρδιά του
τὸν μισεῖς μ’ ἕνα σου βλέμμα μοναχά,
χωρὶς ποτὲ κακὸ νὰ σοῦ ’χει κάνει.


στιχ. 292 - 299
[Μήδεια: …φεῡ φεῡ
οὐ νῦν με πρῶτον͵ ἀλλὰ πολλάκις͵ Κρέον͵
ἔβλαψε δόξα μεγάλα τ’ εἴργασται κακά.
χρὴ δ’ οὔποθ’ ὅστις ἀρτίφρων πέφυκ’ ἀνὴρ
παῖδας περισσῶς ἐκδιδάσκεσθαι σοφούς·
χωρὶς γὰρ ἄλλης ἧς ἔχουσιν ἀργίας
φθόνον πρὸς ἀστῶν ἀλφάνουσι δυσμενῆ.
σκαιοῖσι μὲν γὰρ καινὰ προσφέρων σοφὰ
δόξεις ἀχρεῖος κοὐ σοφὸς πεφυκέναι·]

Ἀλίμονό μου, Κρέοντα,
πολλὲς φορὲς ἡ δοξασμένη φήμη
μ’ ἔχει βλάψει.
Ὅποιος γεννιέται μυαλωμένος
νὰ μὴ μαθαίνει στὰ παιδιά του
νὰ ξεχωρίζουν στὴ σοφία
γιατὶ δὲ θ’ ἀργήσει
ὁ φθόνος τοῦ κόσμου νὰ τὰ βρεῖ.
Ἂν τὴ σοφία προσφέρεις στοὺς σκαιοὺς
ἄχρηστος πὼς γεννήθηκες θὰ ποῦν κι ὄχι σοφός.


στιχ. 469 - 472
[Μήδεια: …οὔτοι θράσος τόδ’ ἐστὶν οὐδ’ εὐτολμία͵
φίλους κακῶς δράσαντ’ ἐναντίον βλέπειν͵
ἀλλ’ ἡ μεγίστη τῶν ἐν ἀνθρώποις νόσων
πασῶν͵ ἀναίδει’·]

Δὲν εἶναι τόλμη καὶ παλικαριὰ
στὰ μάτια νὰ κοιτάζεις
τοὺς φίλους πού ’χεις βλάψει,
εἶν’ ἡ χειρότερη ἀρρώστια τῶν ἀνθρώπων,
ἡ ἀναίδεια.


στιχ. 516 - 519
[Μήδεια: …ὦ Ζεῦ͵ τί δὴ χρυσοῦ μὲν ὃς κίβδηλος ᾖ
τεκμήρι’ ἀνθρώποισιν ὤπασας σαφῆ͵
ἀνδρῶν δ’ ὅτῳ χρὴ τὸν κακὸν διειδέναι͵
οὐδεὶς χαρακτὴρ ἐμπέφυκε σώματι;]

Ὢ Δία, γιὰ νὰ ξεχωρίζουν τὸ κάλπικο χρυσάφι
ἔδωσες ὁλοφάνερα σημάδια στοὺς ἀνθρώπους,
μὰ γιὰ νὰ ξεχωρίζει ὁ ἄντρας ὁ κακὸς
γιατί κανένα δὲ χάραξες σημάδι στὸ κορμί του;

στιχ. 1078 - 1080
[Μήδεια: …καὶ μανθάνω μὲν οἷα δρᾶν μέλλω κακά͵
θυμὸς δὲ κρείσσων τῶν ἐμῶν βουλευμάτων͵
ὅσπερ μεγίστων αἴτιος κακῶν βροτοῖς.]
Καταλαβαίνω τί κακὸ θὰ προκαλέσω
ὅμως κυριεύει τὴ σκέψη μου θυμὸς
πού ’ναι γιὰ τοὺς θνητοὺς
αἰτία τῶν πιὸ μεγάλων συμφορῶν.



στ 1228 – 1230 …. θνητῶν γὰρ οὐδείς ἐστιν εὐδαίμων ἀνήρ·
ὄλβου δ’ ἐπιρρυέντος εὐτυχέστερος
ἄλλου γένοιτ’ ἂν ἄλλος͵ εὐδαίμων δ’ ἂν οὔ.]

Ἀπ’ τοὺς θνητοὺς κανεὶς δὲν εἶν’ εὐτυχισμένος.
Κι ἂν σοῦ ’ρθε πλοῦτος νὰ πεῖς πὼς εἶσαι τυχερός,
νὰ μὴ σκεφτεῖς πὼς εἶσαι εὐτυχής.

Λογοτεχνικά Επίκαιρα http://logotexnika-epikaira.blogspot.com

Σάββατο 21 Αυγούστου 2010

Στον κινηματογράφο

Μας συγχωρείτε, δεν μας το είπαν στο ταμείο
πως όλα τα καθίσματα είναι κρατημένα
και θέσεις δεν υπάρχουν κενές.
Μάθαμε όμως για το έργο που παίζεται.
Είναι καλό και αξίζει τον κόπο.
Θα μείνομε λοιπόν και θα το δούμε,
έστω και όρθιοι. Άσε που ενδέχεται
αν και προπληρώσανε κάποιοι,
κάτι να τους έτυχε και να μην έρθουν.


Κώστας Χελμός

Τείχη Κ. Καβάφης

Ο Καβάφης πριν από 110 τόσα χρόνια περιέγραψε με ακρίβεια τις σκέψεις όλων μας για ΟΛΟΥΣ τους πολιτικούς που κυβέρνησαν την Ελλάδα και χθες και προχθές .

Χωρίς περίσκεψιν, χωρίς λύπην, χωρίς αιδώ
μεγάλα κι υψηλά τριγύρω μου έκτισαν τείχη
Και κάθομαι και απελπίζομαι τώρα εδώ.
Άλλο δεν σκέπτομαι: τον νουν μου τρώγει αυτή η τύχη

διότι πράγματα πολλά έξω να κάμω είχον.
Ά όταν έκτιζαν τα τείχη πώς να μην προσέξω.

Αλλά δεν άκουσα ποτέ κρότον κτιστών ή ήχον.
Ανεπαισθήτως μ' έκλεισαν από τον κόσμο έξω.

Τρίτη 10 Αυγούστου 2010

Ο ΔΩΔΕΚΑΛΟΓΟΣ ΤΟΥ ΓΥΦΤΟΥ (Αποσπάσματα)

……..
Και ήταν οι καιροί που ατίναχτο
μέγα αστροπελέκι, κάτι
πρωταγρίκητο κι ώς τότε κι ανιστόρητο,
απ’ την Άσπρη Θάλασσα ώς το Δούναβηκαι ίσα πέρα από τα πόδια του Ευφράτη
κρέμουνταν απάνω από τον κόσμο,
κάψαλα και στάχτη να τον κάμη,
και λιγοθυμούσ’ η Ανατολή,
κι έτρεμε και η Δύση σαν καλάμι.
Και ήταν οι καιροί που η Πόλη
πόρνη σε μετάνοιες ξενυχτούσε,
και τα χέρια της δεμένα τα κρατούσε,
και καρτέραγ’ ένα μακελάρη. ……

……..
Δείξε εσύ πως πρώτα είσαι ο άρχοντας
κι ο εξουσιαστής
του θυμού σου, της βουλής σου, της ψυχής σου
γίνε δουλευτής.
Σβήσε κάθε σου ξεχώρισμα,
ρίχ’ το δαχτυλίδι σου αρραβώνα
μεσα στο κανάλι του λαού·
ένας γίνε από τους στύλους τούς αμέτρητους
του μεγάλου έργου τού συντροφικού…….

……..
Κι έκραζες βραχνά, - το κράξιμό σου
δεν μπορώ να τ’ απολησμονήσω,-
κι έκραζες: «Φωτιά! να κάψω την Παράδεισο!»
κι έκραζες: «Νερό! την Κόλαση να σβήσω!»
…….



– Γύφτε λαέ, άκουσέ με· το πρωτόσταλτο είμαι
σημάδι από την πλάση που θα 'ρθεί,
κι ύστερα κι από ποιούς καιρούς και χρόνια πόσα!
Ένας εγώ, και ζω για χίλιους.
Γύφτε λαέ, άκουσέ με, δε σου μίλησε
προφήτης σου ποτέ σαν τη δική μου γλώσσα.
Ποιός είναι αυτός που πύργους χτίζει στον αέρα
με τη φωνή του κράχτη και μοιράζει μας
βασιλικά τα κάστρα, κι άπρεπων ελπίδων
ίσκιους μπροστά στα μάτια μας σαλεύει;
Είμαστ' εμείς οι απάτριδοι κι οι αγιάτρευτοι·
γιούχα και πάντα γιούχα των πατρίδων!
Είμαστ' εμείς οι αθάνατοι απολίτιστοι·
κι οι Πολιτείες λημέρια των ακάθαρτων,
κι οι Πολιτείες ταμπούρια των κιοτήδων·
στη στρούγγα λυσσομάνημα και φαγωμός
λύκων, σκυλιών, προβάτων και τσοπάνηδων.
Γιούχα και πάλε γιούχα των πατρίδων!
Η μάντρα είν' ο αφίλιωτος οχτρός μας,
την πλατωσιά του κόσμου τη στενεύει,
στριγγλόχορτα φυτρώνουν και γοργόνια
βλαστομανώντας κάτω από τον ίσκιο της·
του δολερού αναγάλλιασμα, τα μαραζώνει
τα ξεφτέρια του νου και της καρδιάς τ' αηδόνια.
Το κρίμα εκεί σκορπιός, ποτέ λιοντάρι·
και τον κακό τόνε μολεύει η μάντρα
και βρέφος ο καλός που τον ποτίζει αφιόνι·
δουλεύτε τον ξανά τον κόσμο στη φωτιά,
και τα καλά του ξανανθίστε και τα κρίματα,
χτυπώντας τον, με το σφυρί και με τ' αμόνι.
Περάστε απάνω από τις μάντρες, τα μουλάρια σας
…….

Ο Νόμος, όταν απ' τη γνώμη του σοφού
δε δίνεται σαν κάτι τι θεόσταλτο,
στραγγουλιστής και πνίχτης είναι ο νόμος·
πνοή του νόμου που τα πάντα κυβερνά,
μέσα μας είν' εμάς ο νόμος, αητομάτης·
Νόμος εμάς, νυχτόημερα και πάντα, ο δρόμος.

Εμείς γενιά του προύντζου και του σίδερου,
σα δουλεμένοι από το χέρι του πρωτόγυφτου
πατέρα των ανθρώπων Τυμπαλκάη·
μα τήνε πότισε τη ρίζα μας
κάποιο κρυφό φαρμακι κι αξεδιάλυτο,
κι η κατάρα μάς πήρε σαν τον Κάη.
Εμείς δε γονατίσαμε σκυφτοί
τα πόδια να φιλήσουμε του δυνατού,
σαν τα σκουλήκια που πατεί μας·
μα για ν' αντισταθεί με το σπαθί,
βρέθηκε σαν πολύ στοχαστική,
και σαν πολύ ονειρόπλεχτη η ψυχή μας.
Μας ταπεινώσαν όλες οι ταπείνωσες·
με την απόφαση την ήσυχη του ανέλπιδου
ρουφήσαμε όλους τους καημούς κι όλους τους τρόμους,
στη χώρα που όλες οι ζωές σα φυτρωμένες,
φτερό την κάμαμε τη ρίζα μας, και φύγαμε
μακριά στα ολάνοιχτα προς τους μεγάλους δρόμους.

Όλος ο κόσμος, ένας κόσμος, γύφτος,
σε δόξας θρόνο απάνω, πλάστης,
με το σφυρί του και με το βιολί,
της αψεγάδιαστης Ιδέας· η πλάση
σε περιβόλι του Μαγιού ένα πανηγύρι,
και μια πατρίδα η Γη.


Και δεν είδε να προβάλει,
μέσ' από το Τριμπουνάλι
τ' αεροκρέμαστο, την όψη
τη λειτουργική του ο Ρήγας.
Και τον είδε με τους μίμους,
και τον είδε με τους νάνους,
με του τσίρκου τους παλιάτσους,
με του τσίρκου τις καρούχες,
με του τσίρκου τους ηρώους.
Ταίρι και όλων είν' ο Ρήγας,
όλων είναι σταυραδέρφι,
κι αγωνίζεται μαζί τους,
μεθοκόπος, χαροκόπος,
μες στον Τσίρκο τον απέραντο
που γιορτάζει το μεγάλο
το μαγιάτικο γιορτάσι.
Και τον είδε απάνου στο άρμα
με του Βένετου το ντύμα
με του Πράσινου το χρώμα
κι ορθός κι έτοιμος να στέκει
για το τρέξιμο, αφρισμένος.
Κι ανατρίχιασε ο Προφήτης.
Και τους Πράσινους τους είδε
και τους Βένετους τους είδε,
και είδε το σκυλί που ξέρει
να υποτάζεται, να γλείφει,
να λυσσάει και να σπαράζει·
το σκυλί το καμωμένο
κι από πίστη κι από δόλο.
Και ξεχειλισμένα τα είδε,
σκαλιά, βάθρα και καμάρες,
θρόνους, δρόμους και σφεντόνες
από τη μπασιά του πλήθους.
Μαυρομάλλινα καμίσια
και μαλλιά κοντοκομμένα
και στεφάνια βελουδένια
και τριανταφυλλιά γιορντάνια,
και παράξενα τραγούδια
και λουλούδια και μαντήλια,
κι αεροσιένται μες στα χέρια.
Και πυκνά και λαμπυρίζουν
χεροσκούταρα και λόγχες,
και σαλεύουν και προσμένουν
δήμαρχοι και δήμοι και όχλοι
να χαρούν το πανηγύρι
τ' ανοιξιάτικο το μέγα
μες στον Τσίρκο τον απέραντο.
Κι απ' τα υψώματα του Τσίρκου
πέρα ολόβαθα καθάρια,
μ' όλα της τα περιγιάλια,
μ' όλα της τ' αραξοβόλια,
μ' όλα της τα γλαυκονήσια
την αγνάντεψε μακριάθε
πρωϊνή, μαγιάτικη, όλη,
κι έξω απ' όλα, απάνω απ' όλα,
και σαν όραμα, τη θεία
θάλασσα, την Αφροδίτη
των γιαλών, την Προποντίδα.
Κι ανατρίχιασε ο Προφήτης.__

Ο ΠΡΟΦΗΤΗΣ
Μες στις παινεμένες χώρες, Χώρα
παινεμένη, θά 'ρθει κι η ώρα,
και θα πέσεις, κι από σέν' απάνου η Φήμη
το στερνό το σάλπισμά της θα σαλπίσει
σε βοριά κι ανατολή, νοτιά και δύση.
Πάει το ψήλος σου, το χτίσμα σου συντρίμι.
Θά 'ρθει κι η ώρα· εσένα ήταν ο δρόμος
σε βοριά κι ανατολή, νοτιά και δύση,
σαν το δρόμο του ήλιου· γέρνεις· όμως
το πρωί για σε δε θα γυρίσει.

…. Μια καινούργια πλάση, μια γεννήτρα
θα φουντώσει απ' τα χαλάσματά σου,
κάθε δύναμης και χάρης σου απαρνήτρα,
διαλαλήτρα μοναχά της ασκημιάς σου.
Πλάση αταίριαστη μ' εσέ και ξένη,
κι ας την έχεις με το γάλα σου ποτίσει˙
την πατάει τη στέρφα γη σου και διαβαίνει,
κι όπου πάτησε αναβρύζει και μια βρύση. ….

….. Και θ' ακούσεις τη φωνή του λυτρωτή,
θα γθυθείς της αμαρτίας το ντύμα,
και ξανά κυβερνημένη κι αλαφρή,
θα σαλέψεις σαν τη χλόη, σαν το πουλί,
σαν τον κόρφο το γυναίκειο, σαν το κύμα,
και μην έχοντας πιο κάτου άλλο σκαλί
να κατρακυλήσεις πιο βαθιά
στου Κακού τη σκάλα, –
για τ' ανέβασμα ξανά που σε καλεί
θα αιστανθείς να σου φυτρώσουν, ω χαρά!
τα φτερά,
τα φτερά τα πρωτινά σου τα μεγάλα!




Μπήκε οχτρός και μας πατάει.
Καρτερούμε, η προσταγή σου.
Κόφτε τη γιορτή, τον τσίρκο
κλείστε, τ' άρματα κρεμάστε
τα βασιλικά στην πόρτα
της Χαλκής, σπαθί, σκουτάρι,
και λουρίκι, του πολέμου
δος το μήνυμα, ρηγάρχη!
Στ' άρματα! Στ' άρματα!

Κυριακή 8 Αυγούστου 2010

Δεν μετάνιωσα

Μιχαλης ΓΚΑΝΑΣ


Δεν μετάνιωσα ποτέ μου που σ`αγάπησα
φτάνει μόνο που στο πλάι σου περπάτησα.
Μέσα μου βαθύ ποτάμι αργοκύλαγες
και στις φλέβες του κορμιού μου με ταξίδευες.

Δεν μετάνιωσα ποτέ μου που χωρίσαμε
όσα είχαμε να ζήσουμε,τα ζήσαμε.
Η αγάπη έχει δρόμους που δεν ξέρουμε
κι όταν φτάσουμε στη δύση,ανατέλλουμε.

Κι αν μετάνιωσα για λίγο κι αν φοβήθηκα
από κείνη την αγάπη μας κρατήθηκα.
Να`σουν δίπλα μου για λίγο τι δε θα`δινα
τα μερόνυχτα που μου`λειψες να τα`σβηνα.